του Ηλία Τσέχου
Ο John P. Anton Αμερικανός καθηγητής Φιλοσοφίας, ελληνικής καταγωγής επωνύμου Αντωνόπουλος, με τόσα ενδιαφέροντα στην Ελληνική Φιλοσοφία, στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, στην Αμερικάνικη Φιλοσοφία, στην Φιλοσοφία της Τέχνης, στην Αισθητική, στην Μεταφυσική... Γράφοντας 295 άρθρα, 14 βιβλία, ανάμεσά τους και τα ''Αριστοτέλης, η θεωρία της Εναντιότητος'', Λιβάνης 2001, Το Χρονικό μιας φιλοσοφικής φιλίας - Τρία κείμενα και αλληλογραφία (1948 - 1982), με τον Ευάγγελο Παπανούτσο, Gutenberg 2004, ''Η Ποίηση και η Ποιητική του Καβάφη, Ίκαρος 2000, Έρως Πολιτικός. Η Επιστροφή των Ελλήνων, Μίλητος 2010.
Γεννήθηκε το 1920 στο Ζυγοβίστι Αρκαδίας, φοίσε στο Γυμνάσιο της Δημητσάνας και στο Παιδαγωγικό Ακαδημίας Τριπόλεως και τον απορρόφησαν οι ΗΠΑ, όμως συχνά επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη, στην Ελλάδα.
Έχει επισκεφτεί και τη Νάουσα, το έτος 2001, λαμβάνοντας βήμα στο Νυμφαίο, στο πρώτο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε ο Δήμος Νάουσας ''Ο Αριστοτέλης Σήμερα...'' έχοντας κατενθουσιαστεί με την τοπική φιλοξενία και το Βέρμιο, τόσο, που συνέθεσε το μακροσκελές ποίημα ''ΝΑΟΥΣΑ'', που ανακαλύπτω ξεφυλλίζοντας το πολιτιστικό περιοδικό ''ΝΙΑΟΥΣΤΑ'', τεύχος 99 - 100, του 2002. Οι αναφορές, από την Ευγενία Ζάλιου, δεν διευκρινίζουν αν είναι γραμμένο στ΄ αγγλικά και ποιος το μετάφρασε και διαβάζοντας το ποίημα, θεώρησα την επεμβατική μου δράση, ένα 45%, για να το δωρίσω, ως κυρίαρχος αναγνώστης της ποίησης! Θεωρώ πως το ποίημα είναι γραμμένο στα Αγγλικά και πως μεταφράστηκε από ένα ζεύγος που έζησε στις ΗΠΑ και ζει στη Νάουσα, το οποίο συνάντησα μια δυο φορές στις περιηγήσεις μας, στο Φαράγγι της Κράστας και στις Βάθρες Μεταμόρφωσης, μιλώντας με για τον Anton... Κρίμα που δεν θυμάμαι ονοματεπώνυμα, κρίμα που δεν δύναμαι να τους αναζητήσω!
Για το ποίημα ''ΝΑΟΥΣΑ'' Ο John P. Anton σχολιάζει: ...Προσπάθησα να πιάσω τον ιστορικά αλλά και τον ηθικό παλμό της πόλης σας, δίχως να αδικήσω την αρχική λυρική σύλληψη της ιδέας. Τελικά το ποίημα μεγάλωσε περισσότερο απ΄ ότι είχα προβλέψει αρχικά. Φταίει ο οίστρος και το αποδίδω στην ιδιαίτερη αγάπη και τον θαυμασμό μου για την πόλη σας, η αν μου επιτραπεί να πω, για την πόλη μας. Αποδέχομαι πως καθώς δούλευα το ρυθμό σε κάθε στίχο, ατένιζα στο βάθος της φαντασίας μου τους χορευτές και τις χορεύτριες της Νάουσας, να με συνεπαίρνουν οι ρυθμοί της Μακεδονίας και τα χρώματα των γυναικείων κουστουμιών... Ακολουθώντας...
ΝΑΟΥΣΑ , John P. Anton (τωρινή απόδοση η.τ)
Ξένε, αν τύχει και βρεθείς
Σε σύδεντρα Βερμίου
Μονάχος ή και με συντροφιά
Το πέρασμα ν΄ αγγίξεις μ΄ ακροδάχτυλα του λόγου
Το φως της λαμπερής ημέρας
Ή τα καθάρια της Αράπιτσας νερά
Μην αφεθείς να σε γητέψει
Ξένε, το φως εδώ μαγεύει σαν το πέταγμα σαϊτας θεϊκης
Και τα καθάρια ύδατα ποτίζουν μόνο στοχασμούς και δέντρα
Αντέχοντας σκληρούς βασανισμούς
Και δεν σιωπούνε στις φοβέρες του θανάτου
Φως και νερά στη Νάουσα χορεύουν κι ανταμώνουν
Στις γλάστρες και στους κήπους της
Με τις γαρουφαλλιές, τις ανεμώνες και τους κρίνους
Στα γυναικεία στήθη
Για παιδεμό και σάλεμα του νου, τα μάγια της αυγής
Για επιστροφές στη Νάουσα που κάποτε ερωτεύτηκες
Στα εφηβικά σου μεσονύχτια
Και τώρα αξιώθηκες να δεις
Ξένε, δεν ήρθες να γευτείς το φως
Μήτε στη χούφτα σου να κλείσεις τ΄ άχραντα νερά βαράθρων
Δεν είναι η μοίρα σου αυτή
Μήτε το φως της Νάουσας χλαμύδα να φορέσεις
Ούτε στις ξαναμμένες φλέβες σου να κλείσεις τη δροσιά της
Ωσάν σταλμένος από τους θεούς
Τα κάλλη της να υμνήσεις
Τάχα ο διαλεγμένος
Χορούς τραγούδια της να διαλαλήσεις
Ξένε, με λένε Νάουσα
Μάνα φωτός, νερών, του ξακουσμένου Βέρμιου
Που ούτε μύθος άγραφος, ούτε ανθρώπινη αλήθεια
Τη γέννησή μου σμίλεψε σε μάρμαρο του χρόνου
Με ξέρουν μόνο τα στοιχειά του δάσους, των ποτάμων
Χορεύουν οι σπίνοι και τ΄ αηδόνια στην παλάμη μου
Με της αυγής τη δόξα και δάκρυα μεσονύχτια
Να μη χαθεί ο δρόμος των ανθρώπων
Στου Βέρμιου το χλοερό ζωνάρι κάποτε
Σεργιάνισε η Σεμέλη, του Κάδμου η θυγατέρα
Ξένη κι αυτή, όπως κι εσύ ώρα καλή
Το μέτωπό της στολισμένο με χαρές της αύρας
Φέροντας μηνύματα ερώτων στα φτερά της
Εδώ η Σεμέλη ονειρεύτηκε πως θα δεχτεί χάδι θεού
Όταν και γύρισε στον τόπο της, στη Θήβα.
Ήρθε μια άνοιξη, η πλανεμένη στους λειμώνες
Το σπέρμα να δεχτεί του μέγα Δία στους λαγόνες
Σε τούτη εδώ τη γη είδε το όνειρο
Πόσο γλυκεία η πίκρα του καρπού της γέννας
Θεόσταλτος Διόνυσος ποτέ δε λησμονεί τη μάνα
Έτσι χαρίζει το ανάβρυσμα αγίας μέθης στους ανθρώπους
Από τη ρώγα σταφυλιών μου ο μούστος ξεπηδά
Και ζάλη γίνεται και ήχος μυστικός
Κάποιου απόγονου του Πάνα, που τρύπωσε κρυφά
Στα σπήλαια του Βερμίου, ώστε να μη χαθούν
Οι μελωδίες οι πανάρχαιες του Μαίναλου
Που τις ακούς ευλαβικά, αν κάποιος νοικοκύρης
Γεμίσει το ποτήρι του μ ε του θεού το θαύμα
Κι αγάλι αγάλι το κρασί μου γίνει πετροπέρδικα
Ανάερη τραγουδιστή στη φλέβα.
Αν έμαθες να σέβεσαι τους ήχους, θ΄ ακούσεις το τραγούδι
Πως μέσα απ΄ τα σπήλαια του Βέρμιου τα σπλάχνα βγήκαν
Και της Μακεδονίας χτίστες, μάστοροι
Να διπλοθεμελιώνουνε την πόλη
Αυτή που σε ξελόγιασεν απόψε
Ως από κάπου, απόμακρα, του τραπεζιού τραγούδια
Θα μάθεις κι άλλα θαυμαστά
Λένε ήταν στα χρόνια τα παλιά, διαφέντευαν τον τόπο
Οι ξακουσμένοι βασιλείς
Κι εδώ, δίπλα στα πόδια μου
Η Μίεζα η όμορφη η διαλεχτή
Κορώνα τη φορούσανε οι Μούσες των γραμμάτων.
Μία ημέρα, σεπτό δαυλό σοφίας να κρατά
Ήρθε ο μέγας δάσκαλος τάξη ρυθμό να φέρει
Δώρα στον μαθητή τον άγουρο που διάλεξε η μοίρα
Να γίνει ο ρυθμιστής του μέλλοντος
Ξένε, πριν φύγεις, άμε στου δειλινού την ώρα
Που χρώματα ίσκιοι και νερά στα Ισβόρια
Το πλέξιμο δεν λεν να σταματήσουν
Της αρετής και της ατόφιας ομορφιάς
Του δάσκαλου τα λόγια ψέλλιζαν τα στόματα
Εκεί που τα νερά του Βέρμιου φιλούν ψυχές απόντων
Πλάι, στη Μίεζα γεννήθηκα
Νάουσα! Οι άγγελοι ανθέων με καλέσαν
Στάσου στην άκρια της σιωπής βουβός
Ο χείμαρρος λυγμών να μη σε συνεπάρει
Διπλοχαροκαμένης μάνας
Νάουσα! Οι δαίμονες φονιάδες με καλέσαν
Δεν φύτρωσαν Γενίτσαροι στη γη μου
Ως σίγασεν ο λαίλαψ άφησα την οργή μου
Της φουστανέλας την ασπράδα παίρνοντας
Και τα παιδιά μου σαν Μπούλες'' χορευτές
Εσκάρωσαν παιχνίδι θλίψης
Τηςστάχτης οι σφαγές στο πρόσωπο
Με την καπνιά τουφεκισμών στα μάτια
Και από τότε στήσαν θάνατο χορό
Γελώντας η καρδιά
Ίδιο χορό που οι γυναίκες οι Νιαουστιανιές
Έστησαν στην Αράπιτσα
Να γίνουνε μνημούρια στα νερά
Το όνειρο της λευτεριάς στης Ντούρλιας τη βουνοκορφή επάλεψε
Με δράκοντες, θεριά
Χρόνια και χρόνια
Φύτρωσε στην καρδιά μου τότε πλάτανος τρανός
Ήταν γραφτό να ποτιστούν οι ρίζες του
Μ΄ άλικο των παληκαριών το αίμα
Τα φύλλα του ανατριχιάσανε σαν είδανε ακέφαλο κουφάρι
Περήφανα να περπατά για να καλωσορίσει
Τον χάρο στο καταμεσήμερο
Άργησε στο κατώφλι μου να φτάσει η λευτεριά
Οι φλόγες του πολέμου πάγωσαν στα χείλη του παιδιού
Βουβάθηκαν τα μοιρολόγια στο στόμα μίας τελευταίας παπαρούνας
Ξένε
Πάνε καιροί που τα πουλιά μάς χαιρετούσαν
Πάνε καιροί που οι αετοί του Βέρμιου καρτέραγαν
Να βγει ο αποσπερίτης απ΄ τ΄ ουρανού το κέλυφος
Πριν πάνε στις κρυφοσπηλιές τη γλύκα τους να ζευγαρώσουν
Πάνε οι καιροί της λεβεντιάς
Τα καρυοφύλλια έχασαν τα μάτια τους
Μετρώντας τις χιονοστιβάδες και τις πέτρες
Οι μηχανές του πλούτου δασκαλεύουνε
Παράγοντας φτηνές χαλκογραφίες
Πάνε οι νύχτες της ντροπής
Και του κλεφτού φιλήματος
Ξένε, δεν η Νάουσα που θα χωρά
Στο νου σου η αχλή, να σε γλυτώσει απ΄ τη φοβέρα
Του Ουδείς
Αν ήρθες ξένε για να βρεις το κέντρο τ΄ ουρανού
Στα σπλάχνα των σπιτιών μου
Ξένος θα φύγεις και αγιάτρευτος και θα πεθάνεις ξένος
Μα αν ήρθες διψασμένος γνώσης του καλού
Περίσκεπτα στους δρόμους μου περπάτησε
Και ρώτησε να μάθεις που θα βρεις
Της Μίεζας το μονοπάτι
Μείνε εκεί για μια βραδιά, ως να ΄ταν τάχα είκοσι τρεις αιώνες
Δικός μας πια κι εσύ σαν σκολιαρούδι
Πλάι του Δασκάλου
Της αρετής προσκυνητής σεμνός
Κι έφηβος σύντροφος του Αλεξάνδρου
Κοίταξε μην ξεχαστείς στα στενορύμια της ψυχής
Της εδικής σου κι εδικής μου
Γιατί στο τέλος του βιβλίου της ζωής
Όλες γίνονται μία...
Ξένε, γύρνα πίσω στον τόπο σου
Κι αν σε ρωτήσουν κάποτε για μένα
Πες τους πως άκουσες και έμαθες αυτά τα λίγα λόγια
''Νάουσα! Οι άγγελοι ανθέων με καλέσαν''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ