Ο Κώστας Βουτσάς, ο οποίος σαν σήμερα, 31 Δεκεμβρίου του 1931 γεννήθηκε, έχει μπόλικες άγνωστες ιστορίες και αξιομνημόνευτες.
Σπουδαίος, εμβληματικός, εραστής του ωραίου φύλου και του θεάτρου μέχρι τα τελευταία του «βήματα» στη ζωή. «Μεγάλωσε» γενιές και γενιές με τα αστεία του, με το ταλέντο του, διασκέδασε και «ταξίδεψε» τον κόσμο στις ωραίες, ρομαντικές εποχές.
Ο Κώστας Βουτσάς, ο λόγος για τον οποίο, μπορεί να μην βρίσκεται σήμερα ανάμεσά μας, αλλά η «κληρονομιά» που άφησε είναι τέτοια, που τον κάνει «αθάνατο».
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο… Κώστας Σαββόπουλος
Το κόλπο με τα τσιγάρα στην κατοχή
Βγήκε και αυτός λοιπόν στο μεροκάματο, κρέμασε ένα κασελάκι στο λαιμό του και πουλούσε τσιγάρα για να συνεισφέρει και αυτός στο σπίτι, δίνοντας τα χρήματα στη μητέρα του. Η γερμανική κατοχή έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα, ωστόσο εκεί λειιτούργησε η ευστροφία και η καπατσοσύνη του. Αντάλλασε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Τους έδινε 100 τσιγάρα κακής ποιότητας και αυτοί του έδιναν τα διάσημα δικά τους. Λιγότερα μεν, αλλά τα πουλούσε τους πλούσιους και στους έχοντες.
Γεννήθηκε μια μέρα σαν τη σημερινή, την τελευταία του έτους 1931, στον Βύρωνα. Πολύ φτωχή η οικογένεια Σαββόπουλου (όχι, δεν κάναμε λάθος, Σαββόπουλος και όχι Βουτσάς) τόσο που δεν είχε καν σπίτι, αλλά έμενε σε μαγαζί, έχοντας καλύψει τη βιτρίνα για να μένουν μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών. Η πείνα μπόλικη: «Τρώγαμε στραγάλια και νερό για να πρηστεί η κοιλιά μας» είχε πει ο ίδιος. Από μικρή ηλικία, μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Κάπως καλυτέρεψαν τα πράγματα, όχι τόσο όμως, ώστε να μην χρειάζεται να δουλέψει από πιτσιρίκος και αυτός. Βλέπετε, ο πατέρας του, οδοποιός στο επάγγελμα, αρρώστησε και έπαθε φυματίωση…
«Ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Τον είχαν πάει στο Ασβεστοχώρι, στο σανατόριο και τον είχαν εγκαταστήσει μέσα σε στάβλο. Καθημερινά πηγαίναμε από τη Θεσσαλονίκη στο Ασβεστοχώρι με τα πόδια και καθαρίζαμε το στάβλο, που βρωμούσε κοπριά, για να μένει μέσα ο πατέρας μου σε ανθρώπινες συνθήκες. Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε το βουνό του Σέιχ Σου, επιλέγοντας να πάρουμε ένα κομματάκι βούτυρο από το να δώσουμε τα ελάχιστα λεφτά που είχαμε στο λεωφορείο».
Βγήκε και αυτός λοιπόν στο μεροκάματο, κρέμασε ένα κασελάκι στο λαιμό του και πουλούσε τσιγάρα για να συνεισφέρει και αυτός στο σπίτι, δίνοντας τα χρήματα στη μητέρα του. Η γερμανική κατοχή έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα, ωστόσο εκεί λειιτούργησε η ευστροφία και η καπατσοσύνη του. Αντάλλασε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Τους έδινε 100 τσιγάρα κακής ποιότητας και αυτοί του έδιναν τα διάσημα δικά τους. Λιγότερα μεν, αλλά τα πουλούσε τους πλούσιους και στους έχοντες.
Τσιλιαδόρος σε παπατζήδες
Η δεύτερη δουλειά του, ήταν αβανταδόρος σε… παπατατζήδες. Κρατούσε τσίλιες για να μην έρθει η αστυνομία, όσο παιζόταν το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς», που έλεγε και ο Νίκος Φέρμας στη Ρένα Βλαχοπούλου στην «Χαρτορίχτρα». Την ταινία που ο Κώστας Βουτσάς υποδυόταν τον γιο της.
Η μάνα του βέβαια, φοβόταν και του έλεγε: «Παιδί μου μη σε πιάσουν και σε πάνε στη φυλακή, γιατί όλοι θα πουν ο γιος του κομμουνιστή είναι αλήτης»!
Πώς άλλαξε το όνομα σε Βουτσάς
Όπως αναφέραμε, το οικογενειακό του επίθετο ήταν Σαββόπουλος, όμως είχε μείνει το «Βουτσάς». Βλέπετε, ο παππούς του έφτιαχνε βαρέλια που τα έλεγαν «βουτσιά». Μάλιστα, στην αρχή της καριέρας του, θιασάρχης τού είχε προτείνει να το αλλάξει σε «Βέσελης», ωστόσο εκείνος αρνήθηκε.
«Δεν κάνεις για το θέατρο»
Στην υποκριτική ξεκίνησε από τα περίφημα «μπουλούκια», αλλά στη συνέχεια τον απέρριψαν δύο φορές, λέγοντάς του «δεν κάνεις για το θέατρο». Δύσκολα χρόνια και εκείνα. Τα «μπουλούκια» γυρνούσαν σε όλη την Ελλάδα και έδιναν παραστάσεις, αλλά όπως είχε πει και ο ίδιος: «Ήμασταν μεριδιούχοι. Όταν δεν πηγαίναμε καλά, μας έλεγε ο πρωταγωνιστής: “Παιδιά έχουμε ναυάγιο. Ο σώζων ευατόν σωθήτω”. Επειδή δεν είχαμε να πληρώσουμε το ξενοδοχείο, πετούσαμε τα ρούχα μας από το μπαλκόνι ή καρφώναμε τη βαλίτσα μας στο πάτωμα για να ξεγελάσουμε τον ξενοδόχο και να πιστέψει πως ήταν βαριά σε περίπτωση που θα προσπαθούσε να τη σηκώσει.
Στις παραστάσεις συμμετείχαν επίσης ωραίες κοπέλες, που είχαν θαυμαστές σε κάθε κωμόπολη. Ίσως έλεγε, λ.χ. ο χασάπης ή ο μανάβης: “Θέλεις να πάμε το βράδυ για φαγητό;”» Εκείνες απαντούσαν: “Φυσικά , αλλά θα πάρω και τα παιδιά μαζί”. Έρχονταν λοιπόν και μας έλεγαν: “Το βράδυ έχουμε κηδεία”. “Κηδεία” σήμαινε το εξής: Πηγαίναμε, τρώγαμε και μετά, όπως στις κηδείες, καθόμασταν και περιμέναμε πότε θα φύγουμε».
«Με ζέστανε μια οικογένεια γάτες και είπα “με αγαπάει ο Θεός”»
Είχε θυμηθεί μάλιστα: «Είχαμε παίξει σε μια κωμόπολη της Μακεδονίας, φτώχεια τότε και των γονέων, μόλις και μετά βίας μάς έδωσαν από ένα πιάτο μακαρόνια αλάδωτα. Άμα ήταν καλοκαίρι, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα κοιμόμασταν στα παγκάκια της πλατείας. Μα είχε ψοφόκρυο. Χιόνιζε. Το χε στρώσει δέκα πόντους. Μάς σπλαχνίστηκε ο χανιτζής –“ξενοδοχείον” το ’λεγε μα χάνι ήταν- και μάς παραχώρησε τρία-τέσσερα δωμάτια.
Σε εμένα έτυχε το μικρότερο, η σοφίτα, τουλάχιστον δεν θα το μοιραζόμουν. Μπαίνω και τι να δω; Ράντζο ετοιμόρροπο, στρατιωτικού τύπου, και το χειρότερο σπασμένα τζάμια. Έμπαζε παγωνιά. Έπεσα με τα ρούχα, σκεπάστηκα όπως-όπως με μια σκοροφαγωμένη κουβέρτα και με κάτι εφημερίδες κι έκλεισα τα μάτια. Κροτάλιζαν τα δόντια μου ώσπου με πήρε ο ύπνος...
Στη μέση της νύχτας ξυπνάω από τη ζέστη. Μια ξαφνική χόβολη άλλο πράγμα! “Αυτό ήταν” σκέφτομαι. “Πέθανα και πήγα στον παράδεισο...”.
Ανασηκώνομαι και τι να δω στο φως του φεγγαριού; Μισή ντουζίνα γάτες και γατάκια, οικογένεια ολόκληρη, είχαν τρυπώσει από το σπασμένο τζάμι κι είχαν κουρνιάσει και γουργούριζαν πάνω μου! “Σε αγαπάει ο Θεός, Κωστάκη!” είπα τότε στον εαυτό μου».
«Έκλεψε» το μηχανάκι της κόρης του
Ο Κώστας Βουτσάς, ήταν τετραπέρατος. Είχε τον τρόπο του. Ήταν αυστηρός με τα παιδιά του, αλλά όχι με τον κλασικό του τρόπο. Για να καταλάβετε: Αντί να κατσαδιάσει την κόρη του Σάντρα που έκανε χαζομάρες, προτίμησε να ακολουθήσει μια άλλη δίοδο…
«Θυμάμαι κάτι χαριτωμένο που μου είχε κάνει, επειδή είχε ανησυχήσει. Ήμουν κοντά στα 16 και είχα «λυσσάξει» να μου πάρει μηχανάκι. Μου το αγόρασε, λοιπόν, με την προϋπόθεση να κυκλοφορώ μόνο στο Παλαιό Ψυχικό, άντε και στο Καβούρι, όπου πηγαίναμε τα καλοκαίρια. Είχαμε εκεί ένα εξοχικό και σε απόσταση περίπου 10 λεπτών βρισκόταν το εξοχικό όπου έμεναν τότε ο πατέρας μου με τη δεύτερη γυναίκα του.
Ένα βράδυ είχα καθίσει παραπάνω μαζί τους και θέλησε να με συνοδεύσει σπίτι. Εγώ πήγαινα μπροστά με το μηχανάκι κι εκείνος πίσω με το αυτοκίνητο. Έκανα όμως διάφορες αηδίες στον δρόμο, ψιλοέτρεχα, έπαιρνα τις στροφές ανοιχτά. Δεν μου το σχολίασε εκείνη τη στιγμή.
Δύο μέρες μετά, όμως, βγαίνω από το σπίτι και το μηχανάκι είχε «κάνει φτερά»! Τον παίρνω τηλέφωνο. «Δεν ξέρω τίποτα» μου λέει. «Με κλέψανε!» φωνάζω εγώ, με κλάματα.
Φαντάσου, πήγαμε μαζί στο αστυνομικό τμήμα, δηλώσαμε την κλοπή και εννιά χρόνια μετά, στα 25 μου, μου αποκάλυψε πως το είχε πάρει εκείνος. «Σιγά μη σε άφηνα να οδηγείς σαν καμικάζι» μου είχε πει. Είχε ενημερώσει, μάλιστα, με τρόπο και τους αστυνομικούς τότε, χωρίς να το καταλάβω», είχε εξιστορήσει η κόρη του Σάντρα Βουτσά.
Απλά, απίστευτος Κώστας Βουτσάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ