Του Όμηρου Ταχμαζίδη
«Κεντροαριστερά»: Ο όρος δεν έχει καμία αναλυτική επιστημονική σημασία, αλλά χρησιμοποιείται συμβατικώς στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης αντίληψης «πολιτικής τοπολογίας»: «δεξιά» και «αριστερά» ή «αριστερά» και «δεξιά», οι «αριστεροί» και οι «δεξιοί», οι «δεξιοί» και οι «αριστεροί». Ένα παρόμοιο σχήμα «πολιτικής τοπολογίας» εκκινεί «από τα πάνω» ή «από τα κάτω» διακρίνοντας τους πολίτες σε δύο κατηγορίες: «οι αποπάνω» και «οι αποκάτω».
Η χρήση της λέξης «κεντροαριστερά», όπως και της αντίστοιχης «κεντροδεξιά»,έχει σαφώς προπαγανδιστικό χαρακτήρα και αποτελεί στοιχείο μιας πολιτικής ρητορικής, η οποία αποσκοπεί στην αποστασιοποίηση από τα υποτιθέμενα ή υπαρκτά «άκρα» - ένας ακόμη όρος χωρίς καμία αναλυτική επιστημονική αξία. Η θέση των «άκρων»δεν είναι σταθερή: τα «άκρα» «συστέλλονται» και «διαστέλλονται» και η θέση του «κέντρου» μετατοπίζεται διαρκώς: είναι ιστορικώς μεταβλητή – ότι ήταν εχθές «ακραίο», ευρίσκεται σήμερα στο «κέντρο» της «πολιτικής τοπολογίας».
Πέραν τούτου οι όροι «κεντροαριστερά» ή «κεντροδεξιά» οφείλονται σε ετεροκαθορισμούς: κυρίως αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας «στρατοπέδων» – στην Ελλάδα η λογική της συγκεκριμένης νοοτροπίας είναι κυρίαρχη. Η χρήση του όρου «παράταξη» αντί του όρου κόμμα αποτελεί το πιο απτό παράδειγμα τούτης της λογικής και των συνεπειών της: παλαιότερα μεσουρανούσαν στην πολιτική ιδιόλεκτο εκφράσεις, όπως «δημοκρατική παράταξη», «προοδευτική παράταξη», «δημοκρατικές προοδευτικές δυνάμεις» κλπ. – η πολιτική ήταν πάντοτε αποκλειστικώς πολιτική νοοτροπίας «στρατοπέδων».
Η συγκεκριμένη ρητορεία ενισχύονταν από την αδυναμία διεξαγωγής «εσωπαραταξιακών» συγκρούσεων και την αδυναμία διαχείρισής τους: η κατοχή της εξουσίας ισορροπούσε τις αντίρροπες δυνάμεις και ένωνε τα αντίθετα – συγκολλούσε τα αντικρουόμενα.
Από την άλλη ενισχυόταν από την τακτική απέναντι σε αντίπαλες πολιτικώς και ιδεολογικώς ομάδες, οι οποίες, όμως, θεωρητικώς εμφανιζόταν ότι ανήκουν στην ίδια ευρύτερη ενιαία παράταξη: στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση ανάμεσα σε ομάδες, οι οποίες συγκροτούσαν μια «παράταξη» – οι συγκρούσεις ουσίας υποκαθίσταντο από προστριβές και εκφυλίζονταν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σήμερα υπό την ίδια έννοια γίνεται λόγος για «αριστερή παράταξη»: μια ακόμη πομφόλυγα της πολιτικής συγκυρίας – η παθογένεια της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας επαναλαμβάνεται με διαφορετικά πρόσωπα και πρόσημα, ακολουθώντας, ωστόσο, τα χνάρια του παρελθόντος. Ουδέν νεώτερον από τη χώρα των Ελλήνων…
Στον αντίποδα τούτης της «αριστερής παράταξης» γίνεται προσπάθεια να «αναστηθεί» μια εξίσου άκαιρη και αποπροσανατολιστική «έννοια», αυτή της «κεντροαριστεράς» - μια ακόμη πομφόλυγα, η οποία συνεχίζει να ταλαιπωρεί τη δημόσια συζήτηση παρεμποδίζοντας την ανάδειξη μιας νέας πολιτικής προοπτικής.
Το υβρίδιο: «Κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά» ως «όροι» της πολιτικής καθημερινότητας, ως απόρροια πολιτικών ετεροκαθορισμών και τακτικιστικών σκοπιμοτήτων προκατανοούνται από τους φορείς τους και προβάλλονται ως κάτι υβριδικό: προβάλλονται ταυτοχρόνως ως «κεντρώο» και ως «αριστερό» και ως «κεντρώο» και ως «δεξιό» - κάθε καφετζής γνωρίζει ότι δεν υπάρχει καφές προς το μέτριο. Το υβρίδιο της «κεντροαριστεράς» είναι πολύ χρήσιμο –όταν ευνοεί η συγκυρία- για τη χειραγώγηση των πολιτών, αλλά εξαιρετικώς αναποτελεσματικό σε φάσεις κρίσεως νομιμοποίησης ενός πολιτικού συστήματος.
Το «υβρίδιο» αποφεύγει τις ρήξεις και τις συγκρούσεις, σε ιδεολογικό – υπό την έννοια της λανθάνουσας συνείδησης- και πολιτικό επίπεδο, επικαλείται συνεχώς μια ασαφή μετριοπάθεια και καταφεύγει στην προσπάθεια συστηματικής χειραγώγησης των πολιτών. Στην πολιτική εμφανίζεται υπό το πρόσχημα ενός ασαφούς πάντοτε «εκσυγχρονισμού» και με ελάχιστη έως ανύπαρκτη αναφορά στον «εκδημοκρατισμό». Η επίκληση του «κεντρώου» δεν ημπορεί να αποκρύψει τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της «κεντροαριστεράς» ή της «κεντροδεξιάς»: και οι δύο είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο το φαινόμενο του πολιτικού και κοινωνικού λαϊκισμού και καταφεύγουν για αυτό σε πρακτικές χειραγώγησης – με τις ανάλογες συνέπειες (αποχαύνωση και πολιτικός αμοραλισμός, ηθικός εκπεσμός και εκμαυλισμός συνειδήσεων, διαφθορά ως πολιτικό και κοινωνικό modus vivendi).
Οι όροι «κεντροαριστερά» και «κεντροδεξιά» λειτουργούν στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας αντιμαχόμενων στρατοπέδων και αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό αίτιο στην έλλειψη πολιτικών συγκρούσεων ουσίας, στη μη-αποσαφήνιση των προτεραιοτήτων των πολιτικών φορέων, στη διαρκή καρκινοβασία αναφορικώς με τα κρίσιμα ζητήματα, στον αντιπαραγωγικό φατριασμό των «παρατάξεων» και φυσικώς στην έλλειψη προσανατολισμού της χώρας.
Συνέπειες: Σήμερα εμβιώνουμε τις συνέπειες του εκτροχιασμού, τον οποίο προκάλεσαν η «κεντροαριστερά» και η «κεντροδεξιά»: όποιος συνεχίζει να ομιλεί με παρόμοιους όρους συνηγορεί, εκουσίως ή ακουσίως, στην αναγέννηση των συνθηκών, οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση.
Από την άλλη η πολιτική νοοτροπία αντιμαχόμενων στρατοπέδων, των «παρατάξεων», και η πρακτική τους - ήδη ευρισκόμαστε με ένα άλμα πίσω στο χρόνο, σε εμφυλιοπολεμική ορολογία, ωσάν να μη μεσολάβησαν χρόνια και χρόνια δημοκρατικού βίου – ωφελεί εκείνους οι οποίοι εύχονται και ταυτοχρόνως απεργάζονται τη διάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος: εκείνοι οι οποίοι «σκέπτονται» με ωμή κυνικότητα σε κατηγορίες «εχθρού και φίλου».
Παρά τις αβλεψίες και τις χλιαρές αντιδράσεις, αποτελεί θετικό στοιχείο το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του συντηρητικού κομματικού κατεστημένου έχουν αντιληφθεί ότι δεν ευρισκόμαστε ενώπιον ενός συμβατικού πολιτικού μορφώματος ακροδεξιού τύπου – αλλά για μορφή «πολιτικοποιημένου» εγκλήματος, που επιχειρεί να κινηθεί εκτός πάσης νομιμότητας και εκτός του κοινού για όλους πολιτισμικού πλαισίου. Το γεγονός ότι εμφανίζεται ως καρικατούρα ενός παλαιότερου ιστορικού φαινομένου δεν είναι λόγος για εφησυχασμό: η κρυφή δύναμή του ευρίσκεται κυρίως στην υποτίμησή του από τους αντιπάλους του.
Οι λέξεις: Της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς προηγήθηκε η φθορά και η διαφθορά της γλώσσας - ως τρόπου σκέψης- των πολιτικών. Έτσι, κάθε προσπάθεια απεμπλοκής από το εχθές διέρχεται πρωτίστως μέσα από την αναίρεση των γλωσσικών «εκτροπών» των παρελθόντων ετών. Η γλώσσα του παρελθόντος θα πρέπει να απονευρωθεί, να παραλύσει, να ακυρωθεί, είτε με την ολοσχερή εξαφάνιση των όρων της, πράγμα δυσκολοκατόρθωτο, είτε με την εκ νέου σημασιοδότησή τους.
Η γλώσσα είναι τούτη τη στιγμή το κυριότερο πεδίο σύγκρουσης με τους φορείς του κατεστημένου και της συλλογικής παραλογίας: η γλώσσα αποτελεί σταθερό στήριγμα στην επιχείρηση χειραγώγησης των πολιτών από την «κατεστημένη» εξουσία, ανεξαρτήτως χρωμάτων και κομμάτων.
Η οργάνωση: Στις παρυφές της αποκαλούμενης «κεντροαριστεράς» ή και της «αριστεράς» συγκροτούνται σήμερα συνομαδώσεις, από γνωστούς και μη εξαιρετέους του παλιού καθεστώτος, με μοναδικό σκοπό την παρουσία τους στη νομή της εξουσίας την επόμενη ημέρα: τούτο θα πρέπει να αποτραπεί και η αποτροπή αυτή δύναται να προέλθει από ανθρώπους της «καθημερινής ζωής» - φυσικώς στη βάση συγκεκριμένων οργανωτικών δομών με στόχο την ίδρυση ενός δημοκρατικού, σοσιαλιστικού κόμματος. Έχω αναφέρει και άλλη φορά ότι τούτο αποτελεί στην παρούσα συγκυρία πολιτική επιταγή των καιρών. [Βλ. το άρθρο μου: Η κατάσταση των πραγμάτων και η πολιτική επιταγή των καιρών] Εάν δε συγκροτηθεί, λίαν συντόμως, ένας πολιτικός φορέας της δημοκρατικής σοσιαλιστικής αριστεράς για να ηγεμονεύσει ιδεολογικώς και πολιτικώς στη χώρα, η διολίσθηση προς το συντηρητισμό θα επιταχυνθεί και η υλική και πνευματική πενία του λαού μας θα λάβουν εφιαλτικά χαρακτηριστικά. Στον πνευματικό τομέα ευρισκόμαστε εδώ και χρόνια στο ναδίρ. Οι εξαιρέσεις είναι που μας κρατούν ακόμη εκτός των ταρτάρων της βαρβαρότητας - πρόγευση μιας τέτοιας έκπτωσης μας δίνει το μισαλλόδοξο ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της Αθήνας.
«Κεντροαριστερά»: Ο όρος δεν έχει καμία αναλυτική επιστημονική σημασία, αλλά χρησιμοποιείται συμβατικώς στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης αντίληψης «πολιτικής τοπολογίας»: «δεξιά» και «αριστερά» ή «αριστερά» και «δεξιά», οι «αριστεροί» και οι «δεξιοί», οι «δεξιοί» και οι «αριστεροί». Ένα παρόμοιο σχήμα «πολιτικής τοπολογίας» εκκινεί «από τα πάνω» ή «από τα κάτω» διακρίνοντας τους πολίτες σε δύο κατηγορίες: «οι αποπάνω» και «οι αποκάτω».
Η χρήση της λέξης «κεντροαριστερά», όπως και της αντίστοιχης «κεντροδεξιά»,έχει σαφώς προπαγανδιστικό χαρακτήρα και αποτελεί στοιχείο μιας πολιτικής ρητορικής, η οποία αποσκοπεί στην αποστασιοποίηση από τα υποτιθέμενα ή υπαρκτά «άκρα» - ένας ακόμη όρος χωρίς καμία αναλυτική επιστημονική αξία. Η θέση των «άκρων»δεν είναι σταθερή: τα «άκρα» «συστέλλονται» και «διαστέλλονται» και η θέση του «κέντρου» μετατοπίζεται διαρκώς: είναι ιστορικώς μεταβλητή – ότι ήταν εχθές «ακραίο», ευρίσκεται σήμερα στο «κέντρο» της «πολιτικής τοπολογίας».
Πέραν τούτου οι όροι «κεντροαριστερά» ή «κεντροδεξιά» οφείλονται σε ετεροκαθορισμούς: κυρίως αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας «στρατοπέδων» – στην Ελλάδα η λογική της συγκεκριμένης νοοτροπίας είναι κυρίαρχη. Η χρήση του όρου «παράταξη» αντί του όρου κόμμα αποτελεί το πιο απτό παράδειγμα τούτης της λογικής και των συνεπειών της: παλαιότερα μεσουρανούσαν στην πολιτική ιδιόλεκτο εκφράσεις, όπως «δημοκρατική παράταξη», «προοδευτική παράταξη», «δημοκρατικές προοδευτικές δυνάμεις» κλπ. – η πολιτική ήταν πάντοτε αποκλειστικώς πολιτική νοοτροπίας «στρατοπέδων».
Η συγκεκριμένη ρητορεία ενισχύονταν από την αδυναμία διεξαγωγής «εσωπαραταξιακών» συγκρούσεων και την αδυναμία διαχείρισής τους: η κατοχή της εξουσίας ισορροπούσε τις αντίρροπες δυνάμεις και ένωνε τα αντίθετα – συγκολλούσε τα αντικρουόμενα.
Από την άλλη ενισχυόταν από την τακτική απέναντι σε αντίπαλες πολιτικώς και ιδεολογικώς ομάδες, οι οποίες, όμως, θεωρητικώς εμφανιζόταν ότι ανήκουν στην ίδια ευρύτερη ενιαία παράταξη: στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση ανάμεσα σε ομάδες, οι οποίες συγκροτούσαν μια «παράταξη» – οι συγκρούσεις ουσίας υποκαθίσταντο από προστριβές και εκφυλίζονταν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σήμερα υπό την ίδια έννοια γίνεται λόγος για «αριστερή παράταξη»: μια ακόμη πομφόλυγα της πολιτικής συγκυρίας – η παθογένεια της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας επαναλαμβάνεται με διαφορετικά πρόσωπα και πρόσημα, ακολουθώντας, ωστόσο, τα χνάρια του παρελθόντος. Ουδέν νεώτερον από τη χώρα των Ελλήνων…
Στον αντίποδα τούτης της «αριστερής παράταξης» γίνεται προσπάθεια να «αναστηθεί» μια εξίσου άκαιρη και αποπροσανατολιστική «έννοια», αυτή της «κεντροαριστεράς» - μια ακόμη πομφόλυγα, η οποία συνεχίζει να ταλαιπωρεί τη δημόσια συζήτηση παρεμποδίζοντας την ανάδειξη μιας νέας πολιτικής προοπτικής.
Το υβρίδιο: «Κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά» ως «όροι» της πολιτικής καθημερινότητας, ως απόρροια πολιτικών ετεροκαθορισμών και τακτικιστικών σκοπιμοτήτων προκατανοούνται από τους φορείς τους και προβάλλονται ως κάτι υβριδικό: προβάλλονται ταυτοχρόνως ως «κεντρώο» και ως «αριστερό» και ως «κεντρώο» και ως «δεξιό» - κάθε καφετζής γνωρίζει ότι δεν υπάρχει καφές προς το μέτριο. Το υβρίδιο της «κεντροαριστεράς» είναι πολύ χρήσιμο –όταν ευνοεί η συγκυρία- για τη χειραγώγηση των πολιτών, αλλά εξαιρετικώς αναποτελεσματικό σε φάσεις κρίσεως νομιμοποίησης ενός πολιτικού συστήματος.
Το «υβρίδιο» αποφεύγει τις ρήξεις και τις συγκρούσεις, σε ιδεολογικό – υπό την έννοια της λανθάνουσας συνείδησης- και πολιτικό επίπεδο, επικαλείται συνεχώς μια ασαφή μετριοπάθεια και καταφεύγει στην προσπάθεια συστηματικής χειραγώγησης των πολιτών. Στην πολιτική εμφανίζεται υπό το πρόσχημα ενός ασαφούς πάντοτε «εκσυγχρονισμού» και με ελάχιστη έως ανύπαρκτη αναφορά στον «εκδημοκρατισμό». Η επίκληση του «κεντρώου» δεν ημπορεί να αποκρύψει τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της «κεντροαριστεράς» ή της «κεντροδεξιάς»: και οι δύο είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο το φαινόμενο του πολιτικού και κοινωνικού λαϊκισμού και καταφεύγουν για αυτό σε πρακτικές χειραγώγησης – με τις ανάλογες συνέπειες (αποχαύνωση και πολιτικός αμοραλισμός, ηθικός εκπεσμός και εκμαυλισμός συνειδήσεων, διαφθορά ως πολιτικό και κοινωνικό modus vivendi).
Οι όροι «κεντροαριστερά» και «κεντροδεξιά» λειτουργούν στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας αντιμαχόμενων στρατοπέδων και αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό αίτιο στην έλλειψη πολιτικών συγκρούσεων ουσίας, στη μη-αποσαφήνιση των προτεραιοτήτων των πολιτικών φορέων, στη διαρκή καρκινοβασία αναφορικώς με τα κρίσιμα ζητήματα, στον αντιπαραγωγικό φατριασμό των «παρατάξεων» και φυσικώς στην έλλειψη προσανατολισμού της χώρας.
Συνέπειες: Σήμερα εμβιώνουμε τις συνέπειες του εκτροχιασμού, τον οποίο προκάλεσαν η «κεντροαριστερά» και η «κεντροδεξιά»: όποιος συνεχίζει να ομιλεί με παρόμοιους όρους συνηγορεί, εκουσίως ή ακουσίως, στην αναγέννηση των συνθηκών, οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση.
Από την άλλη η πολιτική νοοτροπία αντιμαχόμενων στρατοπέδων, των «παρατάξεων», και η πρακτική τους - ήδη ευρισκόμαστε με ένα άλμα πίσω στο χρόνο, σε εμφυλιοπολεμική ορολογία, ωσάν να μη μεσολάβησαν χρόνια και χρόνια δημοκρατικού βίου – ωφελεί εκείνους οι οποίοι εύχονται και ταυτοχρόνως απεργάζονται τη διάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος: εκείνοι οι οποίοι «σκέπτονται» με ωμή κυνικότητα σε κατηγορίες «εχθρού και φίλου».
Παρά τις αβλεψίες και τις χλιαρές αντιδράσεις, αποτελεί θετικό στοιχείο το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του συντηρητικού κομματικού κατεστημένου έχουν αντιληφθεί ότι δεν ευρισκόμαστε ενώπιον ενός συμβατικού πολιτικού μορφώματος ακροδεξιού τύπου – αλλά για μορφή «πολιτικοποιημένου» εγκλήματος, που επιχειρεί να κινηθεί εκτός πάσης νομιμότητας και εκτός του κοινού για όλους πολιτισμικού πλαισίου. Το γεγονός ότι εμφανίζεται ως καρικατούρα ενός παλαιότερου ιστορικού φαινομένου δεν είναι λόγος για εφησυχασμό: η κρυφή δύναμή του ευρίσκεται κυρίως στην υποτίμησή του από τους αντιπάλους του.
Οι λέξεις: Της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς προηγήθηκε η φθορά και η διαφθορά της γλώσσας - ως τρόπου σκέψης- των πολιτικών. Έτσι, κάθε προσπάθεια απεμπλοκής από το εχθές διέρχεται πρωτίστως μέσα από την αναίρεση των γλωσσικών «εκτροπών» των παρελθόντων ετών. Η γλώσσα του παρελθόντος θα πρέπει να απονευρωθεί, να παραλύσει, να ακυρωθεί, είτε με την ολοσχερή εξαφάνιση των όρων της, πράγμα δυσκολοκατόρθωτο, είτε με την εκ νέου σημασιοδότησή τους.
Η γλώσσα είναι τούτη τη στιγμή το κυριότερο πεδίο σύγκρουσης με τους φορείς του κατεστημένου και της συλλογικής παραλογίας: η γλώσσα αποτελεί σταθερό στήριγμα στην επιχείρηση χειραγώγησης των πολιτών από την «κατεστημένη» εξουσία, ανεξαρτήτως χρωμάτων και κομμάτων.
Η οργάνωση: Στις παρυφές της αποκαλούμενης «κεντροαριστεράς» ή και της «αριστεράς» συγκροτούνται σήμερα συνομαδώσεις, από γνωστούς και μη εξαιρετέους του παλιού καθεστώτος, με μοναδικό σκοπό την παρουσία τους στη νομή της εξουσίας την επόμενη ημέρα: τούτο θα πρέπει να αποτραπεί και η αποτροπή αυτή δύναται να προέλθει από ανθρώπους της «καθημερινής ζωής» - φυσικώς στη βάση συγκεκριμένων οργανωτικών δομών με στόχο την ίδρυση ενός δημοκρατικού, σοσιαλιστικού κόμματος. Έχω αναφέρει και άλλη φορά ότι τούτο αποτελεί στην παρούσα συγκυρία πολιτική επιταγή των καιρών. [Βλ. το άρθρο μου: Η κατάσταση των πραγμάτων και η πολιτική επιταγή των καιρών] Εάν δε συγκροτηθεί, λίαν συντόμως, ένας πολιτικός φορέας της δημοκρατικής σοσιαλιστικής αριστεράς για να ηγεμονεύσει ιδεολογικώς και πολιτικώς στη χώρα, η διολίσθηση προς το συντηρητισμό θα επιταχυνθεί και η υλική και πνευματική πενία του λαού μας θα λάβουν εφιαλτικά χαρακτηριστικά. Στον πνευματικό τομέα ευρισκόμαστε εδώ και χρόνια στο ναδίρ. Οι εξαιρέσεις είναι που μας κρατούν ακόμη εκτός των ταρτάρων της βαρβαρότητας - πρόγευση μιας τέτοιας έκπτωσης μας δίνει το μισαλλόδοξο ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ