Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Τι είναι μια παραδοσιακή χρεοκοπία; Οι περιπτώσεις της Αργεντινής, Ισλανδίας, Εκουαδόρ

Της Ειρήνης Λεριού*
Μια εθνική χρεοκοπία στη παραδοσιακή της έννοια αποτελεί την αδυναμία και τελικά την άρνηση της υποχρέωσης των πληρωμών μιας χώρας απέναντι στους πιστωτές της. Το νόμισμα της συγκεκριμένης χώρας καταρρέει και συνήθως χάνει εντελώς την αξία του στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων.
Από την άλλη μεριά οι τράπεζες που είναι οι κάτοχοι των ομολόγων των εκάστοτε κυβερνήσεων χρεοκοπούν, δεσμεύοντας ή παγώνοντας σε πολλές περιπτώσεις τις καταθέσεις οδηγώντας την οικονομική δραστηριότητα σε πλήρη αποσύνθεση. Ωστόσο στις σύγχρονες οικονομίες στις οποίες κυριαρχεί η παγκοσμιοποίηση υπάρχουν μηχανισμοί όπως για παράδειγμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να προστατεύουν, μια χώρα η οποία κινδυνεύει να πτωχεύσει, από τα χειρότερα.

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ: Η χρεoκοπία της Αργεντινής το 2001, λόγω της αδυναμίας αποπληρωμής ομολόγων ύψους 145 δις δολαρίων, προκάλεσε την κατάρρευση του νομίσματος και του χρηματιστηρίου της χώρας και οδήγησε σε πανικό. Φυσικά η χώρα μπήκε στα μαύρα κατάστιχα των διεθνών αγορών. Παρακάτω θα δούμε αναλυτικά τι συνέβη, καθώς η κρίση της Αργεντινής η οποία κατέληξε στην χρεοκοπία της, αποτελεί την μεγαλύτερη των τελευταίων ετών, αλλά επίσης η συγκεκριμένη χώρα παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την δική μας χώρα αλλά και με τα υπόλοιπα κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου.

Ενώ στον 20ο αιώνα άνηκε στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου η κύρια αιτία της πτώση της ήταν η πολιτική αστάθεια η οποία επικράτησε μετά το 1955.Παρόμοια πολιτική αστάθεια αντιμετωπίζει και η Ελλάδα. Οι διαρκείς εναλλαγές των κυβερνήσεων είχαν σαν αποτέλεσμα την εναλλασσόμενη υιοθέτηση διαφορετικών κάθε φορά οικονομικών πολιτικών, οι οποίες οδηγούσαν σε πολλές επί μέρους κρίσεις που καταπολεμούνταν συνήθως με βραχυπρόθεσμα, σταθεροποιητικά προγράμματα. Τα προγράμματα όμως αυτά επιδείνωναν συνεχώς την ασταθή οικονομική κατάσταση της χώρας, ενώ χαρακτηρίζονταν από μεγάλο κοινωνικό κόστος.

Το δημόσιο χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1996-1999, κατά 36% του ΑΕΠ της. Για την καλύτερη κατανόηση των μεγεθών, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας για μία αντίστοιχη χρονική περίοδο, για παράδειγμα μεταξύ των ετών 2006 και 2009, αυξήθηκε από τα 224,16 δις € στα 299,6 δις € – ήτοι κατά 33% περίπου. Το εμπορικό μας ισοζύγιο το 2008 ήταν – 44 δις €, έναντι 239 δις ΑΕΠ – ήτοι 18,4% του ΑΕΠ μας. Συγκριτικά λοιπόν με τη Αργεντινή, το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε ανάλογα, ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μας διατηρήθηκε χαμηλότερα, σχεδόν σταθερό σε σχέση με το ΑΕΠ μας. Αυτό βέβαια οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα «συναλλαγματικά» έσοδα μας από τον τουρισμό και τη ναυτιλία και όχι στις εξαγωγές.

Το 1995 το Μεξικό υποτίμησε το νόμισμα του όπως επίσης και η Βραζιλία, το 1998. Κατ’ επέκταση, τα προϊόντα των δύο αυτών χωρών φθήνυναν στις διεθνείς αγορές, με καταστροφικές συνέπειες για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της Αργεντινής. Επιπροσθέτως, αρκετές επιχειρήσεις της χώρας, όπως επίσης πολλές θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών, μετέφεραν τα εργοστάσια παραγωγής τους στη Βραζιλία γεγονός που αύξησε ακόμη περισσότερο την ανεργία στην Αργεντινή, επιδρώντας αρνητικά στην εσωτερική κατανάλωση .Συγκριτικά με την Ελλάδα κάτι αντίστοιχο συμβαίνει κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου πολλές παραγωγικές επενδύσεις έχουν μεταναστεύσει στα Βαλκάνια.

Λόγω της ιστορικής αστάθειας της οικονομίας της Αργεντινής, οι πολίτες της ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Αντέδρασαν λοιπόν σχεδόν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης, αγοράζοντας μαζικά δολάρια και μεταφέροντας τα κεφάλαια τους στο εξωτερικό ειδικά μετά τον καινούργιο τραπεζικό νόμο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματος το 2002, η οποία έπληξε ακόμη περισσότερο την οικονομία της χώρας. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Ελλάδα αφού αρκετοί μετέφεραν τα χρήματα τους στο εξωτερικό.

Η εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Αργεντινή βυθίστηκε ραγδαία περί το τα τέλη του 1999, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το επιτοκιακό περιθώριο δανεισμού της σε σχέση με το βασικό των Η.Π.Α. δηλαδή αυξήθηκαν τα spreads. Φυσικά τα ίδια πέρασε και η χώρα μας.

Ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, είχε σαν τελικό αποτέλεσμα την πώληση πολλών δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες – ακόμη και σε τιμές χαμηλότερες από την αξία τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές οδήγησαν στην εξάρτηση σημαντικών κλάδων της οικονομίας της Αργεντινής από το εξωτερικό. Για σχετικό παραλληλισμό, η πώληση του ΟΤΕ οδήγησε την Ελλάδα στην εξάρτηση των τηλεπικοινωνιών της από την Γερμανία εάν τυχόν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο με τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ και τις υπόλοιπες, κοινωφελείς ή μη, επιχειρήσεις της χώρας μας, θα ακολουθούσαμε πιστά τα βήματα της Αργεντινής. Το γεγονός αυτό κατέστησε τη χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, τόσο στην κερδοσκοπία, όσο και στη μετανάστευση των κεφαλαίων, οπότε συνετέλεσε τα μέγιστα στην τραπεζική κρίση που ακολούθησε.

Έτσι η Αργεντινή οδηγήθηκε το 1999 σε ύφεση , ύψους -4%, η ποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του ΔΝΤ και των ιδιωτικών τραπεζών. Μία σχεδόν ανάλογη εξέλιξη ύφεσης δυστυχώς αντιμετωπίζουμε πλέον και στην Ελλάδα ενώ η προηγούμενη ανάπτυξη μας πριν τη κρίση, με ρυθμούς περί το 4%, ήταν κυρίως πληθωριστική, ελάχιστα παραγωγική, εν μέρει βασισμένη στα δημόσια έργα και στην οικοδομική δραστηριότητα.

Λόγω της καθίζησης της οικονομίας, καθώς επίσης της εμμονής του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, όπως και η Ελλάδα αντιμετωπίζει προβλήματα με το ισοζύγιο της, απαιτήθηκε από μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, η υποτίμηση του νομίσματος. Η κυβέρνηση όμως δεν συμφώνησε με τη συγκεκριμένη απαίτηση, φοβούμενη, τόσο την περαιτέρω φυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό, όσο και τις επιθέσεις εκ μέρους των κερδοσκόπων.

Μετά φυσικά ακολούθησε η παγκόσμια κρίση η οποία είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν ξαφνικά οι επενδυτές την εμπιστοσύνη τους, γενικά απέναντι στις αγορές πολύ περισσότερο απέναντι σε ιστορικά επικίνδυνες περιοχές, όπως η Λατινική Αμερική. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση της Αργεντινής παραδέχθηκε δημοσίως, το Νοέμβριο του 2001, ότι δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις συνήθεις απαιτήσεις του ΔΝΤ, σε σχέση με τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, το ΔΝΤ αρνήθηκε να εμβάσει ένα προγραμματισμένο δάνειο, ύψους 1.25 δις δολάρια.

Στα τέλη του 2002 η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά. Το 2004 έγιναν συγκεκριμένες προτάσεις σε εκπροσώπους των παλαιών δανειστών της Αργεντινής, οι οποίες προέβλεπαν την πληρωμή του 25% και αργότερα του 35% των παλαιών χρεών της – αυτών δηλαδή που υπήρχαν πριν από την ημερομηνία που η χώρα χρεοκόπησε. Οι προτάσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους κυρίως των διεθνών πιστωτών του κράτους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 55% περίπου των χρεών του, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις του με το ΔΝΤ. Εν τούτοις η Αργεντινή, μετά από πολλές διπλωματικές προσπάθειες, κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των δανειστών της με εξαίρεση τη Γερμανία και την Ιταλία. Η διαδικασία της πληρωμής των παλαιών χρεών, μέσω αναχρηματοδότησης, η οποία καθυστέρησε εκ μέρους της Αργεντινής, προέβλεπε τελικά, κατά μέσον όρο, την πληρωμή του 50% των δανειακών κεφαλαίων – μέσω της έκδοσης τριών νέων ομολόγων δημοσίου, μεταξύ των οποίων θα μπορούσαν να επιλέξουν οι δανειστές, με συγκεκριμένους όμως περιορισμούς. Οι τόκοι των ληξιπρόθεσμων δανείων δεν αναγνωρίσθηκαν από την Αργεντινή, παρά το ότι αρχικά είχε συμφωνήσει να τους πληρώσει – με αποτέλεσμα, οι ζημίες των διεθνών δανειστών της να είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές που εμφανίζονται.

Αν και η κρίση στη χώρα ξεπεράστηκε, θα μπορούσε κάλλιστα να επαναληφθεί στο μέλλον. Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει στο 12%, ενώ το κεντρικό πρόβλημα της Αργεντινής σήμερα είναι η εξασφάλιση της απαραίτητης ενέργειας, αφού η συνέχιση ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ 6% και 9% ,ουσιαστικά οι ρυθμοί αυτοί απαιτούνται, για να επανέλθει η Αργεντινή στο, προ της κρίσης, οικονομικό επίπεδο της, εξαρτάται κυρίως από τη λύση του ενεργειακού της προβλήματος.

ΙΣΛΑΝΔΙΑ : H Ισλανδία αποτέλεσε το θύμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008.Υπαίτιες της χρεοκοπίας της συγκεκριμένης χώρας φαίνεται πως ήταν τρεις ιδιωτικές τράπεζες της Ισλανδίας η Kaupthing η Glitnir και η Landsbanki και κάποιοι επιχειρηματίες. Οι τράπεζες αυτές μιας χώρας που μετρά μετά βίας 320.000 κατοίκους μέσα σε τέσσερα χρόνια επεκτάθηκαν με ρυθμούς. Η γιγάντωση των τραπεζών εξυπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα μιας ομάδας φιλόδοξων και πανίσχυρων επιχειρηματιών της Ισλανδίας Στήσανε on line λογαριασμούς με πρωτότυπα ονόματα όπως για παράδειγμα Icesave που σημαίνει αποταμίευση στον πάγο και με ανταγωνιστικά επιτόκια μάζεψαν τα χρήματα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τη Βρετανία, την Ολλανδία, τη Γερμανία κι άλλες χώρες, που ήθελαν μια σίγουρη αποταμίευση με μεγαλύτερη απόδοση από την σχεδόν μηδενική που πρόσφεραν οι δικές τους τράπεζες. Οι Ισλανδοί τραπεζίτες έσπευσαν να επενδύσουν τα δισεκατομμύρια των αποταμιευτών σε τοξικά ομόλογα, με δραματικές συνέπειες. Οταν το Σεπτέμβριο του 2008 χρεοκόπησε η Lehman Brothers, οι επενδύσεις των ισλανδικών τραπεζών έγιναν καπνός και τα χρέη τους στους πελάτες τους ξεπέρασαν πέντε φορές το ισλανδικό ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση του Ρέικιαβικ αναγκάστηκε να τις κρατικοποιήσει μία-μία, οι κυβερνήσεις των χωρών των καταθετών αναγκάστηκαν να τους αποζημιώσουν και στη συνέχεια διαπραγματεύτηκαν την αποπληρωμή του χρέους. Ακολούθησε πανικός. Πρωτόγνωρες για την ήρεμη αυτή χώρα διαδηλώσεις. Απολύσεις των μάνατζερ. Πτώση της κυβέρνησης. Αφόρητες πιέσεις από τις χώρες, οι πολίτες των οποίων έχασαν τα λεφτά τους στην Ισλανδία, να αποζημιωθούν οι ξένοι αποταμιευτές. Υπέρογκος δανεισμός από το ΔΝΤ, την Ε.Ε. και τις σκανδιναβικές χώρες. Τριπλάσια ανεργία και μεγάλη λιτότητα στη μέχρι τότε πιο ακριβή χώρα του κόσμου.

Οι Ισλανδοί έμαθαν να ζουν με λιτότητα και απλότητα. Ενώ ένα μόνο θετικό υπήρξε, η αύξηση του τουρισμού στην χώρα λόγω των φθηνών διακοπών που πλέον προσέφερε.

ΕΚΟΥΑΔΟΡ: Το Εκουαδόρ έχει χρεοκοπήσει έξι φορές από το 1830 όπου αποσχίστηκε από την Κολομβία και έγινε ανεξάρτητο κράτος. Η τελευταία χρεοκοπία ήταν αρκετά πρόσφατα.

*Η Ειρήνη Λεριού είναι Οικονομολόγος – Δημοσιονόμος – Περιφερειολόγος, Ερευνήτρια και υπ. Διδάκτωρ της σχολής των επιστημών Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ