Η πρώτη ποιητική συλλογή τού Σκυδραίου ποιητή Πεφτούλη Μαρθόγλου, διασχίζει τον Κάμπο Πέλλας, Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, φτάνοντας μέχρι το Βέρμιο.
Είκοσι χειροποίητα τρένα ποιήματα, αστράφτουν εκατοντάδες χιλιόμετρα σίδερα, σφυρίζουν και αγκομαχούν για δίχως σταθμούς, αγκαλιάζουν εικόνες κόσμου τόσο βαθιά, γλυκαίνουν θεραπείες στο σώμα ασθενούς σήψης, δίνουν μάχη να καταλάβεις τι είναι ''πόλεμος'', οι νύχτες γλεντούν ατέλευτα λάθη, ''όταν κερδίζεις σίγουρα όλα είναι ωραία '' , '' διαλέγω άλλους τρόπους να τυφλωθώ'', γράφει εδώ κι εκεί ο ποιητής... Ξαναγράφει '' Το να μην ζητάς τίποτα, σημαίνει ότι ποθείς τα πάντα '', '' Φεύγω θα πει δέχομαι τον δρόμο'' , '' Όταν σου πω καλημέρα, δεν εννοώ πουλί έλα στο κλαδί ''...
Είκοσι άτιτλα ποιήματα ή είκοσι περίστροφα ή είκοσι παράφορα ερωτευμένα ποιήματα ή είκοσι μεθυσμένα ποτά ή είκοσι καβαλάρικα κραυγάσματα ή είκοσι μουσικά ζωγραφίσματα ή είκοσι απελπισμένοι κόσμοι ή είκοσι άδικοι εαυτοί αδικούν είκοσι
άδικους εαυτούς ή είκοσι καλέσματα είκοσι μούντζες...
Μην αγοράζετε το βιβλίο τού Πεφτούλη Μαρθόγλου από τις '' Ακυβέρνητες Πολιτείες '' Θεσσαλονίκης, διαβάστε το όμως... Και συ ποιητή γνώριζε πως η πρώτη ποιητική συλλογή δουλεύει να φέρει την δεύτερη, αγριεύοντας ήμερα. Σε περιμένουμε!
Δύο ποιήματα από τη συλλογή
Μην απορείς για τους ποιητές
πως ζούνε και καταναλώνουνε ποτά
στα πιο σκοτεινά τραπέζια των μαγαζιών,
θα σε πω εγώ τι κάνουν
Ψιθυρίζουν στα αδειανά ποτήρια τους
στίχους που δεν θα γραφτούν ποτέ
στο λευκό χαρτί.
Άλλοτε σαν άσκηση, άλλοτε σαν παιχνίδισμα.
Πάντως αυτό κάνουν.
Αλλοίμονο, αυτοί οι στίχοι είναι οι ωραιότεροι
και ξέρεις κάτι:
Η ποίηση είναι κατάσταση,
Έχει το άρωμα του γιασεμιού
ανάμεσα στα ζεστά στήθη
της νεαρής κοπέλας
Έχει τις πληγές στα γόνατα
των παιδιών που παίζουν στην αλάνα
Μα έχει και την μοναξιά του ορειβάτη
που μόλις φτάσει στην ψηλή κορυφή
αντικρίζει την ήρεμη πεδιάδα
και νιώθει την ψυχρή σιωπή της ματαιότητας
Για αυτό οι ποιητές καταναλώνουνε ποτά
στα πιο σκοτεινά τραπέζια των μαγαζιών,
Γιατί μακριά από τους στίχους τους,
μακριά από τις μουτζούρες και τα τσαλακωμένα
χαρτιά, νιώθουν γυμνοί και ξένοι
μπροστά στα ένοχα μάτια
αυτών των φιλήσυχων δολοφόνων
Μην απορείς λοιπόν για τους ποιητές
*** *** ***
Μάθαμε να είμαστε σκιάχτρα μπρος στις επιθυμίες
Αυτές τρομάζουν, πετούν σαν τα πουλιά
Μας μένει η σοδειά και όμως πεινάμε
Γιατί ο άνθρωπος αν δεν μοιράσει, το ψωμί δεν το γεύεται
Μάθαμε να κουβαλάμε το σαρκίο μας στο βάθος ενός ανεξάντλητου εγώ
Ύστερα απορούμε καταμεσής της αβύσσου
Πού πήγαν όλοι;
Τότε χτυπάει το ταμπούρλο του ο φόβος
Χορεύει στις καμπούρες μας
κι εμείς σκύβουμε όλο και πιο πολύ
Τις λίγες έναστρες βραδιές θα μας δεις να τραγουδάμε ψιθυρίζοντας
Ο,τι ποτέ δεν είπαμε, αφήνουμε να το πουν τα τραγούδια
για εμάς
Θαρρείς πως εξυψώνεσαι
πως θα σηκώσεις το κεφάλι μια στιγμή
Μα είναι που συνήθισαν τα κόκκαλα στην κλίση
και όσο και να προσπαθείς η μέση δεν ισιώνει
Μάθαμε να είμαστε σκιάχτρα μπρος στις επιθυμίες
Η ευτυχία καρτερεί στο κατώφλι μας
κι εμείς σε άλλο σπίτι
Τι κρίμα
Είναι κρίμα!
*** *** ***
Ηλίας Τσέχος
Είκοσι άτιτλα ποιήματα ή είκοσι περίστροφα ή είκοσι παράφορα ερωτευμένα ποιήματα ή είκοσι μεθυσμένα ποτά ή είκοσι καβαλάρικα κραυγάσματα ή είκοσι μουσικά ζωγραφίσματα ή είκοσι απελπισμένοι κόσμοι ή είκοσι άδικοι εαυτοί αδικούν είκοσι
άδικους εαυτούς ή είκοσι καλέσματα είκοσι μούντζες...
Μην αγοράζετε το βιβλίο τού Πεφτούλη Μαρθόγλου από τις '' Ακυβέρνητες Πολιτείες '' Θεσσαλονίκης, διαβάστε το όμως... Και συ ποιητή γνώριζε πως η πρώτη ποιητική συλλογή δουλεύει να φέρει την δεύτερη, αγριεύοντας ήμερα. Σε περιμένουμε!
Δύο ποιήματα από τη συλλογή
Μην απορείς για τους ποιητές
πως ζούνε και καταναλώνουνε ποτά
στα πιο σκοτεινά τραπέζια των μαγαζιών,
θα σε πω εγώ τι κάνουν
Ψιθυρίζουν στα αδειανά ποτήρια τους
στίχους που δεν θα γραφτούν ποτέ
στο λευκό χαρτί.
Άλλοτε σαν άσκηση, άλλοτε σαν παιχνίδισμα.
Πάντως αυτό κάνουν.
Αλλοίμονο, αυτοί οι στίχοι είναι οι ωραιότεροι
και ξέρεις κάτι:
Η ποίηση είναι κατάσταση,
Έχει το άρωμα του γιασεμιού
ανάμεσα στα ζεστά στήθη
της νεαρής κοπέλας
Έχει τις πληγές στα γόνατα
των παιδιών που παίζουν στην αλάνα
Μα έχει και την μοναξιά του ορειβάτη
που μόλις φτάσει στην ψηλή κορυφή
αντικρίζει την ήρεμη πεδιάδα
και νιώθει την ψυχρή σιωπή της ματαιότητας
Για αυτό οι ποιητές καταναλώνουνε ποτά
στα πιο σκοτεινά τραπέζια των μαγαζιών,
Γιατί μακριά από τους στίχους τους,
μακριά από τις μουτζούρες και τα τσαλακωμένα
χαρτιά, νιώθουν γυμνοί και ξένοι
μπροστά στα ένοχα μάτια
αυτών των φιλήσυχων δολοφόνων
Μην απορείς λοιπόν για τους ποιητές
*** *** ***
Μάθαμε να είμαστε σκιάχτρα μπρος στις επιθυμίες
Αυτές τρομάζουν, πετούν σαν τα πουλιά
Μας μένει η σοδειά και όμως πεινάμε
Γιατί ο άνθρωπος αν δεν μοιράσει, το ψωμί δεν το γεύεται
Μάθαμε να κουβαλάμε το σαρκίο μας στο βάθος ενός ανεξάντλητου εγώ
Ύστερα απορούμε καταμεσής της αβύσσου
Πού πήγαν όλοι;
Τότε χτυπάει το ταμπούρλο του ο φόβος
Χορεύει στις καμπούρες μας
κι εμείς σκύβουμε όλο και πιο πολύ
Τις λίγες έναστρες βραδιές θα μας δεις να τραγουδάμε ψιθυρίζοντας
Ο,τι ποτέ δεν είπαμε, αφήνουμε να το πουν τα τραγούδια
για εμάς
Θαρρείς πως εξυψώνεσαι
πως θα σηκώσεις το κεφάλι μια στιγμή
Μα είναι που συνήθισαν τα κόκκαλα στην κλίση
και όσο και να προσπαθείς η μέση δεν ισιώνει
Μάθαμε να είμαστε σκιάχτρα μπρος στις επιθυμίες
Η ευτυχία καρτερεί στο κατώφλι μας
κι εμείς σε άλλο σπίτι
Τι κρίμα
Είναι κρίμα!
*** *** ***
Ηλίας Τσέχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ