Το καλοκαίρι του 1933, η συνοικία Ντεπώ της Θεσσαλονίκης ήταν ανάστατη. Μετά από 35 και πλέον χρόνια ανάπαυσης και αφάνειας, εμφανίστηκε το φάντασμα ενός Αγίου, όπως έλεγαν κάποιοι ή ενός παπά, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι άλλοι.
Η παράξενη αυτή ιστορία διαδραματίστηκε στη συνοικία Ντεπώ και συγκεκριμένα, στην οδό Θερμοπυλών, όπου βρισκόταν ένας μικρός λοφίσκος. Στις αρχές Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, την ώρα που σήμαιναν οι καμπάνες για τον Εσπερινό, ένα δεκάχρονο αγόρι, ο Τάκης Αναγνωστόπουλος, διάβαζε τα μαθήματά του μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού του, που ήταν ακριβώς απέναντι από τον λόφο, σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων.
Ξαφνικά, το βλέμμα του αγοριού έπεσε απέναντι στον λοφίσκο, στην άκρη του οποίου ξεχώριζαν τρεις-τέσσερις μεγάλες πέτρες. Και τότε, είδε πάνω στις πέτρες αυτές έναν παπά, που φορούσε άσπρα ενδύματα, να κάθεται ατάραχος και να διαβάζει. Η γενειάδα του ήταν πολύ μακριά, όπως του Αγίου Νικολάου. Τρόμαξε τόσο πολύ, που φώναξε αλαφιασμένος τη μητέρα του:
«Μαμά, μαμά, τρέχα! Ένας Άγιος κάθεται πάνω στις πέτρες! Τρέχα!»
Πήγε τρέχοντας η μητέρα κοντά του, αλλά ο παπάς δεν ήταν πια εκεί.
Την επόμενη ημέρα και την ίδια ώρα, το πράγμα μαθεύτηκε στη γειτονιά και τα παιδάκια άφησαν τα παιχνίδια τους και κάθισαν στις πέτρες, που εμφανίστηκε ο παπάς με τα λευκά ράσα, για να τον δουν από κοντά. Αλλά, κανείς δε φάνηκε.
Ένας άλλος μικρός, ο Γιαννάκης Τιτίλιας, έτυχε να δει κι αυτός τον Άγιο. Το ίδιο βράδυ είχε βγει στην αυλή να πλύνει τα πόδια του. Μα, μόλις κοίταξε προς τις πέτρες του λόφου αντίκρυ, είδε έναν παπά ντυμένο στα κάτασπρα. Στεκόταν όρθιος και έμοιαζε σαν να έκανε την προσευχή του. Μια γύριζε προς τα δω και μια προς τα εκεί. Δεν μπόρεσε, όμως, να δει το πρόσωπό του, αν και το σώμα του το παρατήρησε προσεχτικά. Φώναξε έντρομος τον πατέρα του, ο οποίος πρόλαβε και τον είδε κι εκείνος καλά-καλά.
Ο Άγιος έφευγε και ξαναγύριζε πάνω στις πέτρες, σαν κάτι να ζητούσε. Ύστερα, πατέρας και γιος τον έχασαν ξαφνικά από μπροστά τους, σαν να τον πήρε ο αέρας, σαν να ήταν συννεφάκι που διαλύθηκε.
Ένας άλλος γείτονας, ο ξυλουργός Καραγκουνίδης, το σπίτι του οποίου απείχε μόλις δέκα βήματα από το σημείο της θέασης του φαντάσματος, αφηγήθηκε τα εξής:
«Έντεκα χρόνια ζω σ’ αυτό το σπίτι. Είχα ακούσει πως τα παλιότερα χρόνια, επί Τουρκοκρατίας, παρουσιαζόταν το φάντασμα ενός Αγίου. Εγώ δεν τα πίστευα αυτά και τα κορόιδευα. Πάντοτε, όμως, περίμενα, γιατί αν ήταν αληθινά αυτά που έλεγαν, έπρεπε κάποτε να εμφανιστεί αυτός ο Άγιος.
Μα, ύστερα από αυτό που είδαν τα αγόρια την Παρασκευή, σκέφτηκα πως απόψε τη νύχτα κάτι θα γίνει. Και με την ιδέα αυτή, αφού έφαγα με τη γυναίκα μου και τον δημοδιδάσκαλο Ν. Μετζελιώτη, βγήκα στον κήπο κατά τις 23:30 και απλά, περίμενα.
Σε λίγο, θα ήταν μεσάνυχτα θαρρώ, είδα ένα κάτασπρο φάντασμα, έως ενός μέτρου ύψος, πάνω στις πέτρες του λόφου, ενώ στο μέσον ακριβώς της αλλόκοτης σκιάς δέσποζε μια μαύρη βούλα. Φώναξα αμέσως τη γυναίκα μου και τον δημοδιδάσκαλο και τους ρώτησα αν βλέπουν τίποτε πάνω στις πέτρες.
Μου περιέγραψαν κι αυτοί ασθμαίνοντας το ολόλευκο φάντασμα, όπως το έβλεπα κι εγώ. Σε λίγο, η μια βούλα έγιναν δυο στα πλευρά της εξαϋλωμένης μορφής, που ήταν σχεδόν διαφανής. Κι αμέσως μετά, στο σημείο που στεκόταν, φάνηκε σαν να βγαίνει ένα σύννεφο καπνού και το φάντασμα άρχισε να μεγαλώνει και πήρε τελικά το ξεκάθαρο σχήμα ενός ανθρώπου με τα χέρια ψηλά, σαν να προσευχόταν.
Σε αυτή τη στάση, ο παπάς με τα λευκά ράσα στάθηκε για αρκετά λεπτά. Μα, όταν έπεσε το φως του ηλεκτρικού δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, έχασε λίγο τη λευκότητά του.
Ενώ, όμως, στεκόταν έτσι να δέεται ευλαβικά, χάθηκε απ’ τα μάτια μας εντελώς απότομα, χωρίς κανείς μας να καταλάβει πώς κι από πού. Η εξαφάνισή του αυτή σημειώθηκε τη στιγμή που λάλησε ένας πετεινός».
Αυτή είναι η ιστορία του θαύματος που αναστάτωσε όλη τη συνοικία Ντεπώ της Θεσσαλονίκης, γύρω από τον Άγιο Ελευθέριο. Μάλιστα, όλες εκείνες τις ημέρες πλήθος κόσμου συνέρρεε από παντού. Άλλοι γιατί ήθελαν να ακούσουν από τους αυτόπτες μάρτυρες πώς είδαν ακριβώς τον Άγιο και άλλοι, οι πιο θρησκόληπτοι, γιατί επιθυμούσαν να ανάψουν ευλαβικά ένα κεράκι, με την ενδόμυχη ελπίδα ότι ο Άγιος θα φρόντιζε για την υγεία και την ευημερία τους.
Όμως, υπήρχαν και πολλοί που ζητούσαν να σκαφτεί η γύρω περιοχή, ώστε να δουν τι βρισκόταν κάτω από κείνες τις μεγάλες πέτρες του λοφίσκου, πάνω στις οποίες στεκόταν πάντοτε το φάντασμα του παπά με τα λευκά ράσα. Λίγοι, πιο πρακτικοί, αναρωτιούνταν μήπως κρυβόταν κάποιος βαρύτιμος θησαυρός, από τον οποίο θα είχαν όφελος.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι, πάντως, έλεγαν πως γνώριζαν από τους προγόνους τους ότι κάποτε εκεί υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι.
Το φάντασμα του παπά με τα λευκά ράσα, στο Ντεπώ της Θεσσαλονίκης, είχε μουδιάσει τους κατοίκους, οι οποίοι στέκονταν ευλαβικοί μπροστά στο θαύμα της εμφάνισής του, διερωτώμενοι τι θα μπορούσε να γύρευε.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 14/06/1933
Πηγή: strangepress.gr
Η παράξενη αυτή ιστορία διαδραματίστηκε στη συνοικία Ντεπώ και συγκεκριμένα, στην οδό Θερμοπυλών, όπου βρισκόταν ένας μικρός λοφίσκος. Στις αρχές Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, την ώρα που σήμαιναν οι καμπάνες για τον Εσπερινό, ένα δεκάχρονο αγόρι, ο Τάκης Αναγνωστόπουλος, διάβαζε τα μαθήματά του μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού του, που ήταν ακριβώς απέναντι από τον λόφο, σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων.
Ξαφνικά, το βλέμμα του αγοριού έπεσε απέναντι στον λοφίσκο, στην άκρη του οποίου ξεχώριζαν τρεις-τέσσερις μεγάλες πέτρες. Και τότε, είδε πάνω στις πέτρες αυτές έναν παπά, που φορούσε άσπρα ενδύματα, να κάθεται ατάραχος και να διαβάζει. Η γενειάδα του ήταν πολύ μακριά, όπως του Αγίου Νικολάου. Τρόμαξε τόσο πολύ, που φώναξε αλαφιασμένος τη μητέρα του:
«Μαμά, μαμά, τρέχα! Ένας Άγιος κάθεται πάνω στις πέτρες! Τρέχα!»
Πήγε τρέχοντας η μητέρα κοντά του, αλλά ο παπάς δεν ήταν πια εκεί.
Την επόμενη ημέρα και την ίδια ώρα, το πράγμα μαθεύτηκε στη γειτονιά και τα παιδάκια άφησαν τα παιχνίδια τους και κάθισαν στις πέτρες, που εμφανίστηκε ο παπάς με τα λευκά ράσα, για να τον δουν από κοντά. Αλλά, κανείς δε φάνηκε.
Ένας άλλος μικρός, ο Γιαννάκης Τιτίλιας, έτυχε να δει κι αυτός τον Άγιο. Το ίδιο βράδυ είχε βγει στην αυλή να πλύνει τα πόδια του. Μα, μόλις κοίταξε προς τις πέτρες του λόφου αντίκρυ, είδε έναν παπά ντυμένο στα κάτασπρα. Στεκόταν όρθιος και έμοιαζε σαν να έκανε την προσευχή του. Μια γύριζε προς τα δω και μια προς τα εκεί. Δεν μπόρεσε, όμως, να δει το πρόσωπό του, αν και το σώμα του το παρατήρησε προσεχτικά. Φώναξε έντρομος τον πατέρα του, ο οποίος πρόλαβε και τον είδε κι εκείνος καλά-καλά.
Ο Άγιος έφευγε και ξαναγύριζε πάνω στις πέτρες, σαν κάτι να ζητούσε. Ύστερα, πατέρας και γιος τον έχασαν ξαφνικά από μπροστά τους, σαν να τον πήρε ο αέρας, σαν να ήταν συννεφάκι που διαλύθηκε.
Ένας άλλος γείτονας, ο ξυλουργός Καραγκουνίδης, το σπίτι του οποίου απείχε μόλις δέκα βήματα από το σημείο της θέασης του φαντάσματος, αφηγήθηκε τα εξής:
«Έντεκα χρόνια ζω σ’ αυτό το σπίτι. Είχα ακούσει πως τα παλιότερα χρόνια, επί Τουρκοκρατίας, παρουσιαζόταν το φάντασμα ενός Αγίου. Εγώ δεν τα πίστευα αυτά και τα κορόιδευα. Πάντοτε, όμως, περίμενα, γιατί αν ήταν αληθινά αυτά που έλεγαν, έπρεπε κάποτε να εμφανιστεί αυτός ο Άγιος.
Μα, ύστερα από αυτό που είδαν τα αγόρια την Παρασκευή, σκέφτηκα πως απόψε τη νύχτα κάτι θα γίνει. Και με την ιδέα αυτή, αφού έφαγα με τη γυναίκα μου και τον δημοδιδάσκαλο Ν. Μετζελιώτη, βγήκα στον κήπο κατά τις 23:30 και απλά, περίμενα.
Σε λίγο, θα ήταν μεσάνυχτα θαρρώ, είδα ένα κάτασπρο φάντασμα, έως ενός μέτρου ύψος, πάνω στις πέτρες του λόφου, ενώ στο μέσον ακριβώς της αλλόκοτης σκιάς δέσποζε μια μαύρη βούλα. Φώναξα αμέσως τη γυναίκα μου και τον δημοδιδάσκαλο και τους ρώτησα αν βλέπουν τίποτε πάνω στις πέτρες.
Μου περιέγραψαν κι αυτοί ασθμαίνοντας το ολόλευκο φάντασμα, όπως το έβλεπα κι εγώ. Σε λίγο, η μια βούλα έγιναν δυο στα πλευρά της εξαϋλωμένης μορφής, που ήταν σχεδόν διαφανής. Κι αμέσως μετά, στο σημείο που στεκόταν, φάνηκε σαν να βγαίνει ένα σύννεφο καπνού και το φάντασμα άρχισε να μεγαλώνει και πήρε τελικά το ξεκάθαρο σχήμα ενός ανθρώπου με τα χέρια ψηλά, σαν να προσευχόταν.
Σε αυτή τη στάση, ο παπάς με τα λευκά ράσα στάθηκε για αρκετά λεπτά. Μα, όταν έπεσε το φως του ηλεκτρικού δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, έχασε λίγο τη λευκότητά του.
Ενώ, όμως, στεκόταν έτσι να δέεται ευλαβικά, χάθηκε απ’ τα μάτια μας εντελώς απότομα, χωρίς κανείς μας να καταλάβει πώς κι από πού. Η εξαφάνισή του αυτή σημειώθηκε τη στιγμή που λάλησε ένας πετεινός».
Αυτή είναι η ιστορία του θαύματος που αναστάτωσε όλη τη συνοικία Ντεπώ της Θεσσαλονίκης, γύρω από τον Άγιο Ελευθέριο. Μάλιστα, όλες εκείνες τις ημέρες πλήθος κόσμου συνέρρεε από παντού. Άλλοι γιατί ήθελαν να ακούσουν από τους αυτόπτες μάρτυρες πώς είδαν ακριβώς τον Άγιο και άλλοι, οι πιο θρησκόληπτοι, γιατί επιθυμούσαν να ανάψουν ευλαβικά ένα κεράκι, με την ενδόμυχη ελπίδα ότι ο Άγιος θα φρόντιζε για την υγεία και την ευημερία τους.
Όμως, υπήρχαν και πολλοί που ζητούσαν να σκαφτεί η γύρω περιοχή, ώστε να δουν τι βρισκόταν κάτω από κείνες τις μεγάλες πέτρες του λοφίσκου, πάνω στις οποίες στεκόταν πάντοτε το φάντασμα του παπά με τα λευκά ράσα. Λίγοι, πιο πρακτικοί, αναρωτιούνταν μήπως κρυβόταν κάποιος βαρύτιμος θησαυρός, από τον οποίο θα είχαν όφελος.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι, πάντως, έλεγαν πως γνώριζαν από τους προγόνους τους ότι κάποτε εκεί υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι.
Το φάντασμα του παπά με τα λευκά ράσα, στο Ντεπώ της Θεσσαλονίκης, είχε μουδιάσει τους κατοίκους, οι οποίοι στέκονταν ευλαβικοί μπροστά στο θαύμα της εμφάνισής του, διερωτώμενοι τι θα μπορούσε να γύρευε.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 14/06/1933
Πηγή: strangepress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ