Διαφωτιστικά συμπεράσματα έρευνας των πανεπιστημίων της Νέας Υόρκης και του Princeton - Τι αποκάλυψε η ανάλυση των προεδρικών εκλογών του 2016 στις ΗΠΑ για την συμπεριφορά των πολιτών άνω των 65 ετών στα social media
«Ο φόβος γεννάει τις φήμες. Όσο περισσότερη συλλογική ανησυχία έχει μια ομάδα τόσο περισσότερο έχει την τάση να αρχίσει να αναπαράγει τις φήμες», αναφέρεται χαρακτηριστικά σ’ ένα άρθρο στο Psychology Today.
Πρόσφατη έρευνα, όμως, πάει την αντίληψη αυτή ένα βήμα παραπέρα και αναφέρει ότι θύματα των fake news και της παραπάνω «ανησυχίας», είναι κυρίως οι άνθρωποι άνω των 65 ετών.
Σύμφωνα με έρευνα των πανεπιστημίων της Νέας Υόρκης και του Princeton που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Advances, οι άνθρωποι που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες άνω των 65 ετών είναι πιο «ευάλωτοι» στους μηχανισμούς παραπληροφόρησης και προπαγάνδας που λειτουργούν, κατά κύριο λόγο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τι έδειξε η έρευνα
Οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Princeton και της Νέας Υόρκης πραγματοποίησαν μελέτη στα προφίλ 3.500 χρηστών του Facebook μετά τις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ.
Ποιο ήταν το συμπέρασμά τους; Οι χρήστες που πέφτουν πιο συχνά θύματα και αναπαράγουν περισσότερο τα hoaxes και τα fake news, είναι κυρίως άτομα άνω των 65 ετών.
Οι ίδιοι μάλιστα ήταν αυτοί που εκτός το ότι αναπαρήγαγαν περισσότερα fake news, ταυτόχρονα, πρόσθεταν ή αφαιρούσαν κάτι από αυτήν την είδηση. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα, πολλές φορές, την αλλοίωση ή την παραποίηση της τελικής μορφής της είδησης.
Πιο συγκεκριμένα από την έρευνα προέκυψε ότι μόλις το 8,5% μοιράστηκε με τους φίλους του στο Facebook κάποια ψεύτικη είδηση σε αντίθεση με τους χρήστες ηλικίας άνω των 65 ετών, όπου το ποσοστό που διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις ήταν αρκετά πιο ψηλό και έφτανε στο 11%, ενώ αντίθετα στους νέους ηλικίας 18 έως 29 ετών το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 3%.
Επίσης, οι άνω των 65 διένειμαν δύο φορές περισσότερα fake news από τους ηλικίας 45-65 ετών!
Οι ερευνητές αναφέρουν πως η αιτία για αυτό το φαινόμενο μπορεί να βρίσκεται στο ότι οι άνω των 65 ετών - παρόλο που κάποιος θα ισχυριζόταν ότι είναι πιο έμπειροι- δεν έχουν τις ψηφιακές δεξιότητες που χρειάζονται για να αποφεύγουν τις παγίδες της παραπληροφόρησης.
Είναι γεγονός ότι η έλευση της ψηφιακής εποχής επέφερε μία ραγδαία αύξηση στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media), γεγονός που μεταξύ άλλων, προκάλεσε μία «έκρηξη» στη διάδοση ψευδών ειδήσεων.
Σύμφωνα με την έρευνα, αυτοί που την «πάτησαν» περισσότερο από τη νέα αυτή αλλαγή και τους κινδύνους που βρίσκονται πίσω από αυτήν - ήταν οι άνθρωποι που ήταν λιγότερο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία.
Ο Jonathan Nagler, καθηγητής πολιτικής στο NYU και συν-διευθυντής του εργαστηρίου SMaPP, δήλωσε επίσης ότι «τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η διδασκαλία της ψηφιακής παιδείας στα σχολεία - ανεξάρτητα από το πόσο επωφελής μπορεί να είναι για άλλους λόγους - είναι απίθανο να αντιμετωπίσει πλήρως τη μετάδοση ψεύτικων ειδήσεων από τη στιγμή που εμπλέκονται ηλικιωμένοι πολίτες στα social media».
Αντίθετα, η εκπαίδευση, το εισόδημα και το φύλο δεν συσχετίζονταν με την πιθανότητα να διαδόσει κάποιος fake news, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η αντίληψη διαμορφώνει την κριτική σκέψη
Ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι οι άνθρωποι καταλήγουν να διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις εξαιτίας των ίδιων των «πιστεύω» τους.
Είναι γεγονός, ότι, όταν μία είδηση συμπίπτει με τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία κάποιου ατόμου, τότε δε χρειάζεται περαιτέρω αποδείξεις.
Σ' αυτό ακριβώς το γεγονός στηρίχθηκε και η διάδοση ψευδών ειδήσεων κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016 στις ΗΠΑ. Οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μετέδιδαν χωρίς να φιλτράρουν μία ψεύτικη είδηση με αποτέλεσμα να δημιουργούν «κλίμα» στα social media, υπερ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η εποχή της μετά-αλήθειας
Το λεξικό της Οξφόρδης δίνει ως ορισμό της μετά-αλήθειας το ουσιαστικό που είναι σχετικό με ή δηλώνει συνθήκες στις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν λιγότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από την επίκληση του συναισθήματος και των προσωπικών πεποιθήσεων.
Η έννοια της μετά-αλήθειας (post truth), επομένως, θέτει στο περιθώριο τα αντικειμενικά και πραγματικά γεγονότα και δίνει προτεραιότητα και βάση στα προσωπικά πιστεύω και στο συναίσθημα προκειμένου να διαμορφώσει τη λεγόμενη κοινή γνώμη. Με άλλα λόγια, το πνευματικό και πολιτικό φαινόμενο που ονομάζεται «μετά-αλήθεια» είναι η αποδοχή ως «αλήθειας», κάποιας υπόθεσης που μοιάζει με πραγματική ή που «θα θέλαμε να ήταν πραγματική».
Έτσι λοιπόν, τη στιγμή που τα γεγονότα (facts), κάποτε, αποτελούσαν αναγκαίο θεμέλιο για τη λήψη αποφάσεων, στη λεγόμενη «εποχή της μετα-αλήθειας», οι αποδείξεις, η κριτική σκέψη και η ανάλυση αντικαθίστανται από τα συναισθήματα και τη διαίσθηση, ως κριτήρια για τη λήψη αποφάσεων και την ανάληψη δράσης.
Είναι πια εμφανές ότι το Facebook και το Twitter έρχονται να προστεθούν στο «παιχνίδι» της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και γι' αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, για πολλούς αναλυτές, οι τελευταίες αμερικανικές εκλογές θεωρήθηκαν εκλογές του twitter, με τον Ντόναλντ Τραμπ να είναι ο κορυφαίος εκφραστής της post truth πολιτικής.
«Ο φόβος γεννάει τις φήμες. Όσο περισσότερη συλλογική ανησυχία έχει μια ομάδα τόσο περισσότερο έχει την τάση να αρχίσει να αναπαράγει τις φήμες», αναφέρεται χαρακτηριστικά σ’ ένα άρθρο στο Psychology Today.
Πρόσφατη έρευνα, όμως, πάει την αντίληψη αυτή ένα βήμα παραπέρα και αναφέρει ότι θύματα των fake news και της παραπάνω «ανησυχίας», είναι κυρίως οι άνθρωποι άνω των 65 ετών.
Σύμφωνα με έρευνα των πανεπιστημίων της Νέας Υόρκης και του Princeton που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Advances, οι άνθρωποι που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες άνω των 65 ετών είναι πιο «ευάλωτοι» στους μηχανισμούς παραπληροφόρησης και προπαγάνδας που λειτουργούν, κατά κύριο λόγο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τι έδειξε η έρευνα
Οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Princeton και της Νέας Υόρκης πραγματοποίησαν μελέτη στα προφίλ 3.500 χρηστών του Facebook μετά τις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ.
Ποιο ήταν το συμπέρασμά τους; Οι χρήστες που πέφτουν πιο συχνά θύματα και αναπαράγουν περισσότερο τα hoaxes και τα fake news, είναι κυρίως άτομα άνω των 65 ετών.
Οι ίδιοι μάλιστα ήταν αυτοί που εκτός το ότι αναπαρήγαγαν περισσότερα fake news, ταυτόχρονα, πρόσθεταν ή αφαιρούσαν κάτι από αυτήν την είδηση. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα, πολλές φορές, την αλλοίωση ή την παραποίηση της τελικής μορφής της είδησης.
Πιο συγκεκριμένα από την έρευνα προέκυψε ότι μόλις το 8,5% μοιράστηκε με τους φίλους του στο Facebook κάποια ψεύτικη είδηση σε αντίθεση με τους χρήστες ηλικίας άνω των 65 ετών, όπου το ποσοστό που διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις ήταν αρκετά πιο ψηλό και έφτανε στο 11%, ενώ αντίθετα στους νέους ηλικίας 18 έως 29 ετών το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 3%.
Επίσης, οι άνω των 65 διένειμαν δύο φορές περισσότερα fake news από τους ηλικίας 45-65 ετών!
Οι ερευνητές αναφέρουν πως η αιτία για αυτό το φαινόμενο μπορεί να βρίσκεται στο ότι οι άνω των 65 ετών - παρόλο που κάποιος θα ισχυριζόταν ότι είναι πιο έμπειροι- δεν έχουν τις ψηφιακές δεξιότητες που χρειάζονται για να αποφεύγουν τις παγίδες της παραπληροφόρησης.
Είναι γεγονός ότι η έλευση της ψηφιακής εποχής επέφερε μία ραγδαία αύξηση στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media), γεγονός που μεταξύ άλλων, προκάλεσε μία «έκρηξη» στη διάδοση ψευδών ειδήσεων.
Σύμφωνα με την έρευνα, αυτοί που την «πάτησαν» περισσότερο από τη νέα αυτή αλλαγή και τους κινδύνους που βρίσκονται πίσω από αυτήν - ήταν οι άνθρωποι που ήταν λιγότερο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία.
Ο Jonathan Nagler, καθηγητής πολιτικής στο NYU και συν-διευθυντής του εργαστηρίου SMaPP, δήλωσε επίσης ότι «τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η διδασκαλία της ψηφιακής παιδείας στα σχολεία - ανεξάρτητα από το πόσο επωφελής μπορεί να είναι για άλλους λόγους - είναι απίθανο να αντιμετωπίσει πλήρως τη μετάδοση ψεύτικων ειδήσεων από τη στιγμή που εμπλέκονται ηλικιωμένοι πολίτες στα social media».
Αντίθετα, η εκπαίδευση, το εισόδημα και το φύλο δεν συσχετίζονταν με την πιθανότητα να διαδόσει κάποιος fake news, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η αντίληψη διαμορφώνει την κριτική σκέψη
Ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι οι άνθρωποι καταλήγουν να διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις εξαιτίας των ίδιων των «πιστεύω» τους.
Είναι γεγονός, ότι, όταν μία είδηση συμπίπτει με τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία κάποιου ατόμου, τότε δε χρειάζεται περαιτέρω αποδείξεις.
Σ' αυτό ακριβώς το γεγονός στηρίχθηκε και η διάδοση ψευδών ειδήσεων κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016 στις ΗΠΑ. Οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μετέδιδαν χωρίς να φιλτράρουν μία ψεύτικη είδηση με αποτέλεσμα να δημιουργούν «κλίμα» στα social media, υπερ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η εποχή της μετά-αλήθειας
Το λεξικό της Οξφόρδης δίνει ως ορισμό της μετά-αλήθειας το ουσιαστικό που είναι σχετικό με ή δηλώνει συνθήκες στις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν λιγότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από την επίκληση του συναισθήματος και των προσωπικών πεποιθήσεων.
Η έννοια της μετά-αλήθειας (post truth), επομένως, θέτει στο περιθώριο τα αντικειμενικά και πραγματικά γεγονότα και δίνει προτεραιότητα και βάση στα προσωπικά πιστεύω και στο συναίσθημα προκειμένου να διαμορφώσει τη λεγόμενη κοινή γνώμη. Με άλλα λόγια, το πνευματικό και πολιτικό φαινόμενο που ονομάζεται «μετά-αλήθεια» είναι η αποδοχή ως «αλήθειας», κάποιας υπόθεσης που μοιάζει με πραγματική ή που «θα θέλαμε να ήταν πραγματική».
Έτσι λοιπόν, τη στιγμή που τα γεγονότα (facts), κάποτε, αποτελούσαν αναγκαίο θεμέλιο για τη λήψη αποφάσεων, στη λεγόμενη «εποχή της μετα-αλήθειας», οι αποδείξεις, η κριτική σκέψη και η ανάλυση αντικαθίστανται από τα συναισθήματα και τη διαίσθηση, ως κριτήρια για τη λήψη αποφάσεων και την ανάληψη δράσης.
Είναι πια εμφανές ότι το Facebook και το Twitter έρχονται να προστεθούν στο «παιχνίδι» της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και γι' αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, για πολλούς αναλυτές, οι τελευταίες αμερικανικές εκλογές θεωρήθηκαν εκλογές του twitter, με τον Ντόναλντ Τραμπ να είναι ο κορυφαίος εκφραστής της post truth πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ