Σοβαρούς κινδύνους τραυματισμού των άνω άκρων κρύβει η ενασχόληση με τα πιο δημοφιλή χειμερινά σπορ, το σκι και το snowboard.
Σύμφωνα με τους ειδικούς για όσους επιστρέφουν από τις χιονισμένες πλαγιές υποφέροντας από μυϊκούς ή αρθρικούς πόνους, η μη έγκαιρη και έγκυρη θεραπεία μπορεί όχι μόνο να καθυστερήσει την επάνοδο στο αγαπημένο τους σπορ, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει σε δια βίου προβλήματα.
Ο πιο συχνός τραυματισμός άνω άκρου που προκύπτει σε όσους κάνουν σκι είναι ο «αντίχειρας του σκιέρ». Παρότι η συγκεκριμένη κάκωση δεν είναι τόσο συνηθισμένη όσο οι τραυματισμοί στο γόνατο, δεν υπολείπεται, καθώς αντιπροσωπεύει περίπου 1 στους 10 από όλους τους τραυματισμούς που συμβαίνουν στο σκι.
Σύμφωνα με τους ειδικούς για όσους επιστρέφουν από τις χιονισμένες πλαγιές υποφέροντας από μυϊκούς ή αρθρικούς πόνους, η μη έγκαιρη και έγκυρη θεραπεία μπορεί όχι μόνο να καθυστερήσει την επάνοδο στο αγαπημένο τους σπορ, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει σε δια βίου προβλήματα.
Ο πιο συχνός τραυματισμός άνω άκρου που προκύπτει σε όσους κάνουν σκι είναι ο «αντίχειρας του σκιέρ». Παρότι η συγκεκριμένη κάκωση δεν είναι τόσο συνηθισμένη όσο οι τραυματισμοί στο γόνατο, δεν υπολείπεται, καθώς αντιπροσωπεύει περίπου 1 στους 10 από όλους τους τραυματισμούς που συμβαίνουν στο σκι.
«Ο αντίχειρας του σκιέρ είναι ένας τραυματισμός του ωλένιου πλάγιου συνδέσμου του αντίχειρα, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των δύο οστών στην εσωτερική πλευρά αυτού και ο ρόλος του είναι η σταθερότητα της μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης. Ο συγκεκριμένος αθλητικός τραυματισμός προκύπτει κυρίως στους χιονοδρόμους όταν πέφτουν με τα χέρια τεντωμένα κρατώντας τα μπαστούνια του σκι, διότι τότε αναγκάζεται ο αντίχειρας είτε να λυγίσει προς τα πίσω είτε πολύ μακριά προς τα πλάγια. Είναι ένας τραυματισμός που συχνά υποδιαγιγνώσκεται με αποτέλεσμα την κακή διαχείρισή του», επισημαίνει ο ορθοπαιδικός χειρουργός άνω άκρου Δρ. Παναγιώτης Γιαννακόπουλος.
Επίσης, η βλάβη είναι πολύ πιθανό να προκύψει σε τερματοφύλακες, αλλά και σε άλλους αθλητές που χειρίζονται μπάλα π.χ. σε χειροσφαιριστές, εξαιτίας της βίαιης απαγωγής του αντίχειρα.
Ανάλογα με τη δύναμη που εφαρμόζεται, ο σύνδεσμος μπορεί να υποστεί μερική ή ολική ρήξη. Στην πρώτη περίπτωση οι πάσχοντες νιώθουν ευαισθησία στην περιοχή της άρθρωσης, ενώ στη δεύτερη οι σημαντικότερες αρχικές ενδείξεις για την ύπαρξη αντίχειρα του σκιέρ είναι αφενός η αδυναμία ή η ανικανότητα συγκράτησης ενός αντικειμένου μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη και αφετέρου ο πόνος που προκαλείται από την προσπάθεια για συγκράτηση, αφού η ρήξη αφορά τον σύνδεσμο που ελέγχει τη συγκεκριμένη κίνηση. Υπάρχει, επίσης, ευαισθησία κατά την επαφή στην πλευρά του αντίχειρα που βρίσκεται πλάι στον δείκτη, ενώ σε δεύτερη φάση μπορεί να προκύψουν οίδημα (πρήξιμο) και εκχυμώσεις (μώλωπες).
Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση, αφού προηγηθεί η διενέργεια ακτινογραφιών για τον αποκλεισμό της πιθανότητας κατάγματος. Οι δυναμικές ακτινογραφίες, η υπό τάση -δηλαδή σε κερκιδική απόκλιση- απεικόνιση είναι καθοριστική για τη διάγνωση. Η μαγνητική τομογραφία είναι δυνατόν να αποκαλύψει τη συνδεσμική ρήξη, ειδικά στις περιπτώσεις που η διάγνωση είναι δυσδιάκριτη.
Η ακινητοποίηση για 4-6 εβδομάδες και κατόπιν οι φυσικοθεραπείες σε κάποιες περιπτώσεις επαρκούν για την αντιμετώπιση της βλάβης, ωστόσο η χειρουργική αποκατάσταση ενδείκνυνται όταν υπάρχει πλήρης ρήξη του πλάγιου ωλένιου συνδέσμου. «Χειρουργική θεραπεία απαιτούν και οι οστικές αποσπαστικές βλάβες με μεγάλο παρεκτοπισμένο οστικό τεμάχιο. Τα τελευταία χρόνια η χρήση ειδικών ενδοοστικών αγκυρών καθήλωσης αυξάνει τη σταθερότητα της επισκευής, μειώνοντας ταυτόχρονα τον χειρουργικό χρόνο. Η επέμβαση συνήθως γίνεται με τοπική αναισθησία και δεν απαιτείται νοσηλεία. Μετεγχειρητικά απαιτείται ακινητοποίηση για 6 εβδομάδες και κατόπιν πρόγραμμα φυσικής αποκατάστασης για την αποφυγή της μετατραυματικής δυσκαμψίας. Η ελεύθερη χρήση του χεριού επιτρέπεται μετά την πάροδο 3 μηνών», διευκρινίζει ο Δρ. Γιαννακόπουλος.
Όπως και με κάθε τραυματισμό, η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη! Υπάρχουν μερικά απλά βήματα που μπορούν να ακολουθηθούν προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος για αντίχειρα του σκιέρ. Κατ’ αρχάς, πρέπει να επιλέγονται μπαστούνια του σκι που φέρουν κατάλληλη λαβή ανατομικής συγκράτησης και προστασίας του αντίχειρα, χωρίς κάποιο είδος συγκράτησης, όπως είναι το λουρί του καρπού. Επίσης, κατά την πτώση σημαντική είναι η απελευθέρωση των baton προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες τραυματισμού.
Σε κάθε περίπτωση, πέφτοντας με τεντωμένα χέρια υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τραυματισμού τόσο στον αντίχειρα όσο και στον καρπό, τον ώμο και το χέρι. Οι τραυματισμοί στους ώμους συμβαίνουν συχνότερα από τη χρήση του snowboard.
Σύμφωνα με στοιχεία, το 15% του συνόλου των τραυματισμών προκύπτει σε όσους αγαπούν τη χιονοσανίδα περισσότερο από τα χιονοπέδιλα, στους οποίους αφορά μόνο το 10% του συνόλου των τραυματισμών στο σκι. Αιτίες είναι οι πτώσεις, η βύθιση των μπαστουνιών και τα εναέρια ακροβατικά. Ο κίνδυνος είναι αυξημένος σε εκείνους που αποπειρώνται για πρώτη φορά να κατέβουν κάποια πλαγιά, στα άτομα κάτω των 17 ετών ή άνω των 26 ετών, και ιδιαίτερα σε όσους δεν έχουν δικό τους εξοπλισμό αλλά ενοικιάζουν, διότι πολλές φορές δεν είναι κατάλληλος γι’ αυτούς.
Οι συνηθέστεροι όμως τραυματισμοί κάνοντας snowboard είναι στον καρπό και στο αντιβράχιο και ο λόγος δεν είναι άλλος από τη φυσική αντίδραση του αθλητή όταν πέφτει προκειμένου να προστατευτεί, δηλαδή να τοποθετήσει τα χέρια του με τέτοιο τρόπο ώστε να σταματήσει. Για την αποφυγή αυτού του τραυματισμού συστήνεται η χρήση προστατευτικών καρπού ή γάντια που έχουν ενσωματωμένα τα προστατευτικά.
Οι συνθήκες του χιονιού είναι καθοριστικές για το είδος του τραυματισμού. Δηλαδή τα κατάγματα της κλείδας (που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια όπως και τα κατάγματα βραχιονίου οστού) είναι πολύ συνηθισμένα στον πάγο, ενώ τα τραύματα στο γόνατο τείνουν να είναι πιο συνηθισμένα στο μαλακό χιόνι. Όπως μας ενημερώνει ο Δρ. Γιαννακόπουλος, η πλειονότητα των περιστατικών αντιμετωπίζεται συντηρητικά, ωστόσο υπάρχουν και ορισμένα που έχουν ενδείξεις για χειρουργική θεραπεία.
Τέλος, είναι πολύ πιθανό οι αθλητές να υποστούν εξαρθρώσεις των ώμων, οι οποίες προκύπτουν συχνά όταν πέφτουν κατευθείαν πάνω στην άρθρωση ή σε τεντωμένο χέρι. «Οι τραυματίες πρέπει να σπεύσουν αμέσως για ανάταξη από κάποιον ορθοπαιδικό, ο οποίος με τοπική ή γενική αναισθησία ακολουθώντας την κατάλληλη τεχνική επαναφέρει τον ώμο στη θέση του. Ωστόσο, σε δραστήριους αθλητές, υπό τον κίνδυνο υποτροπής, συστήνεται η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν ρήξεις στους τένοντες του πετάλου στροφέων και κάταγμα της ωμογλύνης», τονίζει.
Επιδίωξη όλων θα πρέπει να είναι η απόλαυση της φύσης και των χιονισμένων βουνών χωρίς απρόοπτα! Η λήψη μέτρων και προφυλάξεων μπορεί να μην εξασφαλίζει απολύτως την αποφυγή ενός ατυχήματος, αλλά μειώνει τις πιθανότητες, όπως άλλωστε και οι γνώσεις για τον χειρισμό του τραυματισμού!
Ιωάννα Τζόβολου
ring@ringnetworks.gr
Επίσης, η βλάβη είναι πολύ πιθανό να προκύψει σε τερματοφύλακες, αλλά και σε άλλους αθλητές που χειρίζονται μπάλα π.χ. σε χειροσφαιριστές, εξαιτίας της βίαιης απαγωγής του αντίχειρα.
Ανάλογα με τη δύναμη που εφαρμόζεται, ο σύνδεσμος μπορεί να υποστεί μερική ή ολική ρήξη. Στην πρώτη περίπτωση οι πάσχοντες νιώθουν ευαισθησία στην περιοχή της άρθρωσης, ενώ στη δεύτερη οι σημαντικότερες αρχικές ενδείξεις για την ύπαρξη αντίχειρα του σκιέρ είναι αφενός η αδυναμία ή η ανικανότητα συγκράτησης ενός αντικειμένου μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη και αφετέρου ο πόνος που προκαλείται από την προσπάθεια για συγκράτηση, αφού η ρήξη αφορά τον σύνδεσμο που ελέγχει τη συγκεκριμένη κίνηση. Υπάρχει, επίσης, ευαισθησία κατά την επαφή στην πλευρά του αντίχειρα που βρίσκεται πλάι στον δείκτη, ενώ σε δεύτερη φάση μπορεί να προκύψουν οίδημα (πρήξιμο) και εκχυμώσεις (μώλωπες).
Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση, αφού προηγηθεί η διενέργεια ακτινογραφιών για τον αποκλεισμό της πιθανότητας κατάγματος. Οι δυναμικές ακτινογραφίες, η υπό τάση -δηλαδή σε κερκιδική απόκλιση- απεικόνιση είναι καθοριστική για τη διάγνωση. Η μαγνητική τομογραφία είναι δυνατόν να αποκαλύψει τη συνδεσμική ρήξη, ειδικά στις περιπτώσεις που η διάγνωση είναι δυσδιάκριτη.
Η ακινητοποίηση για 4-6 εβδομάδες και κατόπιν οι φυσικοθεραπείες σε κάποιες περιπτώσεις επαρκούν για την αντιμετώπιση της βλάβης, ωστόσο η χειρουργική αποκατάσταση ενδείκνυνται όταν υπάρχει πλήρης ρήξη του πλάγιου ωλένιου συνδέσμου. «Χειρουργική θεραπεία απαιτούν και οι οστικές αποσπαστικές βλάβες με μεγάλο παρεκτοπισμένο οστικό τεμάχιο. Τα τελευταία χρόνια η χρήση ειδικών ενδοοστικών αγκυρών καθήλωσης αυξάνει τη σταθερότητα της επισκευής, μειώνοντας ταυτόχρονα τον χειρουργικό χρόνο. Η επέμβαση συνήθως γίνεται με τοπική αναισθησία και δεν απαιτείται νοσηλεία. Μετεγχειρητικά απαιτείται ακινητοποίηση για 6 εβδομάδες και κατόπιν πρόγραμμα φυσικής αποκατάστασης για την αποφυγή της μετατραυματικής δυσκαμψίας. Η ελεύθερη χρήση του χεριού επιτρέπεται μετά την πάροδο 3 μηνών», διευκρινίζει ο Δρ. Γιαννακόπουλος.
Όπως και με κάθε τραυματισμό, η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη! Υπάρχουν μερικά απλά βήματα που μπορούν να ακολουθηθούν προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος για αντίχειρα του σκιέρ. Κατ’ αρχάς, πρέπει να επιλέγονται μπαστούνια του σκι που φέρουν κατάλληλη λαβή ανατομικής συγκράτησης και προστασίας του αντίχειρα, χωρίς κάποιο είδος συγκράτησης, όπως είναι το λουρί του καρπού. Επίσης, κατά την πτώση σημαντική είναι η απελευθέρωση των baton προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες τραυματισμού.
Σε κάθε περίπτωση, πέφτοντας με τεντωμένα χέρια υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τραυματισμού τόσο στον αντίχειρα όσο και στον καρπό, τον ώμο και το χέρι. Οι τραυματισμοί στους ώμους συμβαίνουν συχνότερα από τη χρήση του snowboard.
Σύμφωνα με στοιχεία, το 15% του συνόλου των τραυματισμών προκύπτει σε όσους αγαπούν τη χιονοσανίδα περισσότερο από τα χιονοπέδιλα, στους οποίους αφορά μόνο το 10% του συνόλου των τραυματισμών στο σκι. Αιτίες είναι οι πτώσεις, η βύθιση των μπαστουνιών και τα εναέρια ακροβατικά. Ο κίνδυνος είναι αυξημένος σε εκείνους που αποπειρώνται για πρώτη φορά να κατέβουν κάποια πλαγιά, στα άτομα κάτω των 17 ετών ή άνω των 26 ετών, και ιδιαίτερα σε όσους δεν έχουν δικό τους εξοπλισμό αλλά ενοικιάζουν, διότι πολλές φορές δεν είναι κατάλληλος γι’ αυτούς.
Οι συνηθέστεροι όμως τραυματισμοί κάνοντας snowboard είναι στον καρπό και στο αντιβράχιο και ο λόγος δεν είναι άλλος από τη φυσική αντίδραση του αθλητή όταν πέφτει προκειμένου να προστατευτεί, δηλαδή να τοποθετήσει τα χέρια του με τέτοιο τρόπο ώστε να σταματήσει. Για την αποφυγή αυτού του τραυματισμού συστήνεται η χρήση προστατευτικών καρπού ή γάντια που έχουν ενσωματωμένα τα προστατευτικά.
Οι συνθήκες του χιονιού είναι καθοριστικές για το είδος του τραυματισμού. Δηλαδή τα κατάγματα της κλείδας (που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια όπως και τα κατάγματα βραχιονίου οστού) είναι πολύ συνηθισμένα στον πάγο, ενώ τα τραύματα στο γόνατο τείνουν να είναι πιο συνηθισμένα στο μαλακό χιόνι. Όπως μας ενημερώνει ο Δρ. Γιαννακόπουλος, η πλειονότητα των περιστατικών αντιμετωπίζεται συντηρητικά, ωστόσο υπάρχουν και ορισμένα που έχουν ενδείξεις για χειρουργική θεραπεία.
Τέλος, είναι πολύ πιθανό οι αθλητές να υποστούν εξαρθρώσεις των ώμων, οι οποίες προκύπτουν συχνά όταν πέφτουν κατευθείαν πάνω στην άρθρωση ή σε τεντωμένο χέρι. «Οι τραυματίες πρέπει να σπεύσουν αμέσως για ανάταξη από κάποιον ορθοπαιδικό, ο οποίος με τοπική ή γενική αναισθησία ακολουθώντας την κατάλληλη τεχνική επαναφέρει τον ώμο στη θέση του. Ωστόσο, σε δραστήριους αθλητές, υπό τον κίνδυνο υποτροπής, συστήνεται η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν ρήξεις στους τένοντες του πετάλου στροφέων και κάταγμα της ωμογλύνης», τονίζει.
Επιδίωξη όλων θα πρέπει να είναι η απόλαυση της φύσης και των χιονισμένων βουνών χωρίς απρόοπτα! Η λήψη μέτρων και προφυλάξεων μπορεί να μην εξασφαλίζει απολύτως την αποφυγή ενός ατυχήματος, αλλά μειώνει τις πιθανότητες, όπως άλλωστε και οι γνώσεις για τον χειρισμό του τραυματισμού!
Ιωάννα Τζόβολου
ring@ringnetworks.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ