του Νίκου Φιλιππάκη
Ήδη συμπληρώθηκαν πέντε έτη από τη στάση πληρωμών της χώρας μας (2012) και τη μεγαλύτερη αθέτηση πληρωμής χρέους κυρίαρχου κράτους στην ιστορία σε απόλυτα μεγέθη (68,5 δις ευρώ) και το Ελληνικό δράμα φαίνεται ότι δεν έχει τέλος.
Πρόσφατη δημοσίευση μελέτης του Peterson Institute of International Economics (Zettelmeyer, Kreplin and Panizza "Does Greece Need More Official Debt Relief? If So, How Much?", April 2017), η οποία εξετάζει εμπειρικά τις προοπτικές βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους, μας δίνει την ευκαιρία για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Η αξία αυτής της εργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς θα αποτελέσει τη βάση συζήτησης του Ελληνικού προβλήματος στην Εαρινή Σύσκεψη του ΔΝΤ στις 21-23 Απριλίου 2017 στην Ουάσιγκτον.
Η μελέτη προσπαθεί να απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα και συγκεκριμένα:
Στη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους εν μέσω των αντικρουόμενων απόψεων των εμπλεκόμενων μερών (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκών Θεσμών και Ευρωπαϊκών Κρατών)
Στη ρεαλιστικότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων το οποίο είναι και το σημαντικότερο σημείο τριβής αφού αυτό θα καθορίσει την απομείωση του χρέους και
Εάν οι μηχανισμοί ελάφρυνσης του Ελληνικού χρέους που έχουν ήδη συμφωνηθεί (Μάιος 2016) αποτελούν βιώσιμη λύση του προβλήματος.
Ο μεγάλος αριθμός (πέντε) των σεναρίων – υποθέσεων αποτελεί προϊόν κυρίως αντικρουόμενων συμφερόντων και άλλοτε ιδεοληψιών (εμμονών) μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών με αποτέλεσμα να εμφανίζονται τόσο ακραίες εκτιμήσεις. Οι προβλέψεις πάνω στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της μελέτης δηλαδή στον μελλοντικό ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης (Real Growth) καθώς και στο μελλοντικό πρωτογενές πλεόνασμα (Primary Balance) κατά κύριο λόγο, άλλα και δευτερευόντως σε παραμέτρους όπως ο πληθωρισμός και τα επιτόκια δανεισμού, αποδεικνύουν την μη ρεαλιστικότητα των στόχων που έχουν τεθεί μέχρι τώρα. Αυτό αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες αποτυχίας όλων των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην χώρας μας.
Το σενάριο (Scenario D) που υποστηρίζει ο Υπουργός των Οικονομικών της Γερμανίας όπου δυστυχώς έχει γίνει αποδεκτό από τη χώρα μας μέσω του τρίτου μνημονίου για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5 % για αρκετά έτη (στην ανάλυση γίνεται παραδοχή για 3,5 % έως το 2030 και πάνω από 2,5 % έως το 2037), εμπειρικά απορρίπτεται και χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μη ρεαλιστικό (particularly unrealistic). Η Ελλάδα αποτελεί χώρα υψηλού χρέους (High Dept Country) και μέσα απο ιστορικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα ακόμα και σε ιδιαίτερα ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες δεν μπορούν να διατηρηθούν πάνω από οκτώ έτη.
Η αναγνώριση από τους συγγραφείς της μελέτης ότι η λύση της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους θα προέλθει από την ουσιαστική ελάφρυνση του και όχι μέσω των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόζει αποτελεί ηχηρό ράπισμα προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Παρότι υπάρχουν χώρες που μέσω προσαρμογής κατάφεραν να μειώσουν το χρέος τους, αυτό αποτελεί σπάνιο παράδειγμα και σίγουρα δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας. Μία τυπική συμπεριφορά αναπτυγμένης ή ακόμα και αναπτυσσόμενης χώρας με υψηλό ποσοστό χρέους δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του με μέτρα ανάλογα με αυτά που ζητούνται στην περίπτωση της Ελλάδας, χωρίς ουσιαστική ελάφρυνση του. Είναι υπερβολή να έχει χαθεί πάνω από το 25% της εγχώριας παραγωγής, το πρωτογενές πλεόνασμα να έχει προσαρμοστεί πάνω από δέκα ποσοστιαίες μονάδες από το 2009 μέσω αυστηρής λιτότητας, η ανεργία να βρίσκεται σε ποσοστό πάνω από 20% και να ζητείται επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή.
Αυτή η εργασία θεωρείται σημαντική και για άλλον ένα λόγο. Καταδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο την αυταπάτη όσων πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να δανειστεί από τις αγορές εντός του 2018. Ουσιαστικά, πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι της επικείμενης συμφωνίας τελειώνει άδοξα το αφήγημα της Ελληνικής Κυβέρνησης για δανεισμό μέσω των διεθνών αγορών.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα ακόμα και να μπορούσε να βγει στις κεφαλαιαγορές ο δανεισμός της θα ήταν μη βιώσιμος αφού τα επιτόκια της αγοράς είναι υψηλότερα και απαγορευτικά σε σχέση με αυτά που έχει δανειστεί σήμερα τόσο από τον ESM και τον EFSF αλλά και από το ΔΝΤ.
Αφού λοιπόν η Ελλάδα δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, η ιδανική λύση όπως προκύπτει από την ανάλυση είναι η συνέχιση της χρηματοδότησης από τον ESM προκειμένου να υπάρξει εκ νέου προσαρμογή των ακαθάριστων δανειακών αναγκών (gross financing needs) καθώς και του λόγου χρέους προς ΑΕΠ (debt to GDP). Όμως για τη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων και τη μεταφορά των περιόδων λήξης του χρέους θα χρειαστούν επιπλέον δεκατέσσερα χρόνια πληρωμών δηλαδή από το 2032 που θα τελείωνε το πρόγραμμα του ESM τώρα θα ολοκληρωθεί το 2045 επιβαρύνοντας επιπλέον το Ελληνικό χρέος με 100 δις ευρώ. Ως αποτέλεσμα, το συνολικό εκκρεμές χρέος (outstanding debt) θα αυξάνεται έως το 2050 (αντί το 2032 με το υπάρχον πρόγραμμα) έως ότου στην συνέχεια να αρχίσει να μειώνεται (έως το 2080).
Η διαχείριση της Ελληνικής κρίσης χρέους, από το ξεκίνημα της μέχρι και σήμερα παραμένει προβληματική. Όπως προβληματική παραμένει και η λειτουργία της Ευρωζώνης δηλαδή ο ζωτικός και αναπόσπαστος χώρος μέσα στον οποίο λειτουργεί η χώρα μας. Παραμένοντας σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο ο μακροχρόνιος εγκλωβισμός σε μια διαρκή εποπτεία φαίνεται να είναι αναπόφευκτος παραβιάζοντας βασικούς κανόνες που διέπουν ένα κυρίαρχο και δημοκρατικό κράτος.
Ήδη συμπληρώθηκαν πέντε έτη από τη στάση πληρωμών της χώρας μας (2012) και τη μεγαλύτερη αθέτηση πληρωμής χρέους κυρίαρχου κράτους στην ιστορία σε απόλυτα μεγέθη (68,5 δις ευρώ) και το Ελληνικό δράμα φαίνεται ότι δεν έχει τέλος.
Πρόσφατη δημοσίευση μελέτης του Peterson Institute of International Economics (Zettelmeyer, Kreplin and Panizza "Does Greece Need More Official Debt Relief? If So, How Much?", April 2017), η οποία εξετάζει εμπειρικά τις προοπτικές βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους, μας δίνει την ευκαιρία για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Η αξία αυτής της εργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς θα αποτελέσει τη βάση συζήτησης του Ελληνικού προβλήματος στην Εαρινή Σύσκεψη του ΔΝΤ στις 21-23 Απριλίου 2017 στην Ουάσιγκτον.
Η μελέτη προσπαθεί να απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα και συγκεκριμένα:
Στη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους εν μέσω των αντικρουόμενων απόψεων των εμπλεκόμενων μερών (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκών Θεσμών και Ευρωπαϊκών Κρατών)
Στη ρεαλιστικότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων το οποίο είναι και το σημαντικότερο σημείο τριβής αφού αυτό θα καθορίσει την απομείωση του χρέους και
Εάν οι μηχανισμοί ελάφρυνσης του Ελληνικού χρέους που έχουν ήδη συμφωνηθεί (Μάιος 2016) αποτελούν βιώσιμη λύση του προβλήματος.
Ο μεγάλος αριθμός (πέντε) των σεναρίων – υποθέσεων αποτελεί προϊόν κυρίως αντικρουόμενων συμφερόντων και άλλοτε ιδεοληψιών (εμμονών) μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών με αποτέλεσμα να εμφανίζονται τόσο ακραίες εκτιμήσεις. Οι προβλέψεις πάνω στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της μελέτης δηλαδή στον μελλοντικό ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης (Real Growth) καθώς και στο μελλοντικό πρωτογενές πλεόνασμα (Primary Balance) κατά κύριο λόγο, άλλα και δευτερευόντως σε παραμέτρους όπως ο πληθωρισμός και τα επιτόκια δανεισμού, αποδεικνύουν την μη ρεαλιστικότητα των στόχων που έχουν τεθεί μέχρι τώρα. Αυτό αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες αποτυχίας όλων των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην χώρας μας.
Το σενάριο (Scenario D) που υποστηρίζει ο Υπουργός των Οικονομικών της Γερμανίας όπου δυστυχώς έχει γίνει αποδεκτό από τη χώρα μας μέσω του τρίτου μνημονίου για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5 % για αρκετά έτη (στην ανάλυση γίνεται παραδοχή για 3,5 % έως το 2030 και πάνω από 2,5 % έως το 2037), εμπειρικά απορρίπτεται και χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μη ρεαλιστικό (particularly unrealistic). Η Ελλάδα αποτελεί χώρα υψηλού χρέους (High Dept Country) και μέσα απο ιστορικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα ακόμα και σε ιδιαίτερα ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες δεν μπορούν να διατηρηθούν πάνω από οκτώ έτη.
Η αναγνώριση από τους συγγραφείς της μελέτης ότι η λύση της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους θα προέλθει από την ουσιαστική ελάφρυνση του και όχι μέσω των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόζει αποτελεί ηχηρό ράπισμα προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Παρότι υπάρχουν χώρες που μέσω προσαρμογής κατάφεραν να μειώσουν το χρέος τους, αυτό αποτελεί σπάνιο παράδειγμα και σίγουρα δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας. Μία τυπική συμπεριφορά αναπτυγμένης ή ακόμα και αναπτυσσόμενης χώρας με υψηλό ποσοστό χρέους δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του με μέτρα ανάλογα με αυτά που ζητούνται στην περίπτωση της Ελλάδας, χωρίς ουσιαστική ελάφρυνση του. Είναι υπερβολή να έχει χαθεί πάνω από το 25% της εγχώριας παραγωγής, το πρωτογενές πλεόνασμα να έχει προσαρμοστεί πάνω από δέκα ποσοστιαίες μονάδες από το 2009 μέσω αυστηρής λιτότητας, η ανεργία να βρίσκεται σε ποσοστό πάνω από 20% και να ζητείται επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή.
Αυτή η εργασία θεωρείται σημαντική και για άλλον ένα λόγο. Καταδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο την αυταπάτη όσων πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να δανειστεί από τις αγορές εντός του 2018. Ουσιαστικά, πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι της επικείμενης συμφωνίας τελειώνει άδοξα το αφήγημα της Ελληνικής Κυβέρνησης για δανεισμό μέσω των διεθνών αγορών.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα ακόμα και να μπορούσε να βγει στις κεφαλαιαγορές ο δανεισμός της θα ήταν μη βιώσιμος αφού τα επιτόκια της αγοράς είναι υψηλότερα και απαγορευτικά σε σχέση με αυτά που έχει δανειστεί σήμερα τόσο από τον ESM και τον EFSF αλλά και από το ΔΝΤ.
Αφού λοιπόν η Ελλάδα δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, η ιδανική λύση όπως προκύπτει από την ανάλυση είναι η συνέχιση της χρηματοδότησης από τον ESM προκειμένου να υπάρξει εκ νέου προσαρμογή των ακαθάριστων δανειακών αναγκών (gross financing needs) καθώς και του λόγου χρέους προς ΑΕΠ (debt to GDP). Όμως για τη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων και τη μεταφορά των περιόδων λήξης του χρέους θα χρειαστούν επιπλέον δεκατέσσερα χρόνια πληρωμών δηλαδή από το 2032 που θα τελείωνε το πρόγραμμα του ESM τώρα θα ολοκληρωθεί το 2045 επιβαρύνοντας επιπλέον το Ελληνικό χρέος με 100 δις ευρώ. Ως αποτέλεσμα, το συνολικό εκκρεμές χρέος (outstanding debt) θα αυξάνεται έως το 2050 (αντί το 2032 με το υπάρχον πρόγραμμα) έως ότου στην συνέχεια να αρχίσει να μειώνεται (έως το 2080).
Η διαχείριση της Ελληνικής κρίσης χρέους, από το ξεκίνημα της μέχρι και σήμερα παραμένει προβληματική. Όπως προβληματική παραμένει και η λειτουργία της Ευρωζώνης δηλαδή ο ζωτικός και αναπόσπαστος χώρος μέσα στον οποίο λειτουργεί η χώρα μας. Παραμένοντας σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο ο μακροχρόνιος εγκλωβισμός σε μια διαρκή εποπτεία φαίνεται να είναι αναπόφευκτος παραβιάζοντας βασικούς κανόνες που διέπουν ένα κυρίαρχο και δημοκρατικό κράτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ