του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Τομπάιας Σμόλετ (Tobias Smollett) γεννήθηκε κοντά στο Ντάμπαρτον, στη δυτική Σκοτία, το 1721, και πέθανε το 1771 στην Ιταλία. Υπήρξε μεταξύ των θεμελιωτών του αγγλικού μυθιστορήματος, μαζί με τον Σάμιουελ Ρίτσαρντσον, τον Λόρενς Στερν και τον μεγάλο ανταγωνιστή του, τον Χένρι Φίλντινγκ, και διέπρεψε στο είδους του πικαρέσκου (υπό τη στενή έννοια, οι περιπέτειες ενός picaro, ενός τυχοδιώκτη· μα, υπό μία ευρύτερη έννοια, μυθιστόρημα με δομή επεισοδιακή και τόνο κωμικό – μ’ αρχέτυπο του είδους τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες).
Ο Σμόλετ μετέφρασε στην αγγλική τον Δον Κιχώτη και τον Ζιλ Μπλας του Λεσάζ, κι ο ίδιος έγραψε πέντε μυθιστορήματα. Το πρώτο, Οι περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ (1748· όπου αφηγείται τα έργα και τις ημέρες του Ρόντερικ Ράντομ, ενός θερμόαιμου και υπερήφανου νεαρού Σκοτσέζου που κατατάσσεται στο ναυτικό ως γιατρός και προσπαθεί να πετύχει ως θεατρικός συγγραφέας), και οι Περιπέτειες του Πέρεγκριν Πικλ (1751) ήταν αμιγή πικαρέσκα. Η Ζωή και οι περιπέτειες του σερ Λάνσελοτ Γκριβς (1762) είναι μια εκδοχή του Δον Κιχώτη, και οι Περιπέτειες του Φερδινάνδου κόμη Φάδομ (1753) θεωρούνται πρόδρομος του γοτθικού μυθιστορήματος, με τον ήρωά τους να είναι η προσωποποίηση του κακού.
Ωστόσο, η ιατρική του σταδιοδρομία ήταν βραχεία και άδοξη· όμως, η ιατρική εκπαίδευσή του επηρέασε το συγγραφικό του έργο, που βρίθει από κομπογιαννίτες, ψευτοφαρμακοποιούς και φιλάργυρους γιατρούς.
Μα, αριστούργημα του Σμόλετ θεωρείται ο Χάμφρι Κλίνκερ (1771). Επιστολικό μυθιστόρημα, έχει μολοντούτο την επεισοδιακή μορφή του πικαρέσκου, καθώς και όλη τη σπιρτάδα, τη ζωντάνια και το κέφι του είδους. Ένας γκρινιάρης και ανυπόφορος γαιοκτήμονας, ο Μάθιου Μπραμπλ, περιφέρεται από λουτρόπολη σε λουτρόπολη για να θεραπευθεί από την ποδάγρα του, συνοδευόμενος από τον ανεψιό και την ανεψιά του, τη μέγαιρα γεροντοκόρη αδελφή του την Ταμπίθα, τον υπηρέτη του τον Χάμφρι Κλίνκερ και την υπηρέτρια της αδελφής του.
Ο δεκατετράχρονος Σμόλετ, μετά τη μαθητεία του στο Ντάμπαρτον, είχε εγγραφεί στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, όπου η προσφερόμενη γνώση (ελληνικά, λατινικά, λογική, επιστήμη, μεταφυσική) ήταν πολύ πλατύτερη απ’ αυτή στην Οξφόρδη ή το Κέμπριτζ, και ταυτόχρονα είχε εκπαιδευτεί ως χειρουργός-φαρμακοποιός. Η Σκοτία ήταν ήδη, τότε, ξακουστή για τους γιατρούς της και τις ιατρικές σχολές της, ενώ στην Αγγλία έμεναν προσκολλημένοι, ακόμη, στις θεωρίες του Γαληνού και της μεσαιωνικής ιατρικής, περί θερμών και ψυχρών «χυμών». Ωστόσο, η ιατρική του σταδιοδρομία ήταν βραχεία και άδοξη· όμως, η ιατρική εκπαίδευσή του επηρέασε το συγγραφικό του έργο, που βρίθει από κομπογιαννίτες, ψευτοφαρμακοποιούς και φιλάργυρους γιατρούς. Προς επίρρωση, ένα απόσπασμα από τούτον τον περίφημο Χάμφρι Κλίνκερ:
«Τις προάλλες παρακολουθούσα μια συζήτησή του, στην αίθουσα όπου οι επισκέπτες πίνουν ιαματικό νερό, με τον διάσημο δρα Λ―ν, που έρχεται συχνά στο Φρέαρ για ασθενείς. Ο θείος παραπονιόταν για τη δυσωδία εξαιτίας της τεράστιας ποσότητας λάσπης και βορβόρου που ο ποταμός αφήνει στην άμπωτη, κάτω από τα παράθυρα της αίθουσας. Παρατήρησε ότι οι αναθυμιάσεις από κάτι τόσο οχληρό δεν μπορεί παρά να είναι επιβλαβείς για τους αδύναμους πνεύμονες πολλών φυματικών που ’ρχονται να πιουν το νερό. Ο γιατρός, ακούγοντας ετούτη την παρατήρηση, τον διαβεβαίωσε με τρόπο φιλοφρονητικό ότι έκανε λάθος» – εδώ, ο γιατρός αναφέρει για παράδειγμα τι θεωρούν δυσώδες, και τι όχι, λογής λογής λαοί, από τους Γάλλους ως τους Οτεντότους στην Αφρική, τους αγρίους στη Γροιλανδία και τους νέγρους στην ακτή της Σενεγάλης, και συνεχίζει, ότι «είχε λόγους να πιστεύει πως η περιττωματική οσμή, καταδικασμένη, από προκατάληψη, ως δυσωδία, στην πραγματικότητα είναι η πλέον ευχάριστη στα οσφρητικά όργανα· ότι όποιος καμώνεται τον αηδιασμένο από τη μυρωδιά των εκκριμάτων του άλλου, των δικών του τη ρουφά με μεγάλη ευχαρίστηση, για την αλήθεια του οποίου επικαλέστηκε όλες τις παρούσες κυρίες και τους παρόντες κυρίους, κι είπε πως οι κάτοικοι της Μαδρίτης και του Εδιμβούργου αντλούν ιδιαίτερη ικανοποίηση αναπνέοντας τη δική τους μυρωδιά, που είναι διαποτισμένη, πάντα, από περιττωματικές αναθυμιάσεις· ότι ο πολύξερος δρ. Μπ.―, στην πραγματεία του περί των Τεσσάρων Πέψεων, εξηγεί με ποιον τρόπο οι πτητικές αναθυμιάσεις των εντέρων υποκινούν και προάγουν το έργο της ζωικής οικονομίας, κι ότι ο τελευταίος μεγάλος δούκας της Τοσκάνης, της οικογενείας των Μεδίκων, ο οποίος με πνεύμα φιλοσόφου λεπτολογούσε τα περί αισθησιασμού, τόσο απολάμβανε ετούτη τη μυρωδιά, που πήρε το απόσταγμα περιττωμάτων και το χρησιμοποίησε ως το πιο υπέροχο άρωμα· ότι ο ίδιος (ο γιατρός), όταν είχε τις μαύρες του ή ήταν κουρασμένος απ’ τη δουλειά, έβρισκε άμεση ανακούφιση κι ασυνήθιστη ευχαρίστηση να στέκει πάνω από το περιεχόμενο ενός καθοικιού που οι υπηρέτες του το ανάδευαν κάτω απ’ τη μύτη του, κι ότι η επίδραση αυτή δεν ήταν διόλου παράξενη αν λάβουμε υπόψη πως ετούτη η ουσία αφθονεί στα πτητικά άλατα που τόσο αχόρταγα μυρίζουν οι πιο φιλάσθενοι ανάπηροι, αφού έχουν εξαχθεί και εξαχνωθεί από τους φαρμακοποιούς», κ.λπ.
Ομολογουμένως, η ευθύτητα του Σμόλετ και το σκατολογικό του χιούμορ δεν πολυήταν του γούστου των καθωσπρέπει βικτοριανών, που του γύρισαν την πλάτη, μα τα μυθιστορήματά του δεν έπαψαν ποτέ να έχουν φανατικούς θαυμαστές, που ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο Όργουελ και ο Πρίτσετ – και θαυμαστής τους υπήρξε κατ’ αρχάς ο νεαρός Κάρολος Ντίκενς, που υπηρέτησε κι ο ίδιος το είδος του πικαρέσκου σε κάποια από τα πρώτα μυθιστορήματά του, όπως τα Ντοκουμέντα της λέσχης Πίκγουικ (Pickwick Papers,1837) καιΝίκολας Νίκλεμπι (οι περιπέτειες ενός νεαρού που πρέπει να συντηρήσει τη μητέρα του και την αδελφή του, μετά τον θάνατο του πατέρα του, κι έρχεται αντιμέτωπος με τον λωποδύτη θείο του, που θέλει να του καταστρέψει τη ζωή· 1838-9).
Το πρώτο, Τα ντοκουμέντα της λέσχης Πίκγουικ,δημοσιεύτηκε σε συνέχειες (όπως είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες ο Σερ Λάνσελοτ Γκριβς του Σμόλετ, προαγγέλλοντας τα αντίστοιχα μυθιστορήματα των βικτοριανών διαδόχων του). Η υπόθεσή του ήταν απλή. Ο ευφραδής Κος Πίκγουικ, εμβληματική μορφή της αγγλικής λογοτεχνίας, με το φαλακρό του κεφάλι, τα στρογγυλά του ματογυάλια, το φράκο του με την ουρά, το εφαρμοστό του πανταλόνι και τα περικνήμιά του, στέλνεται από τη λέσχη Πίκγουικ σ’ ένα ταξίδι όπου θα καταγράψει καθετί ενδιαφέρον, συντροφιά με τον συναισθηματικό κύριο Τάπμαν, που «ο χρόνος και το φαΐ είχαν εξογκώσει την άλλοτε γοητευτική του φιγούρα· το μαύρο μεταξωτό γιλέκο όλο και φάρδαινε, ίντσα την ίντσα η χρυσή καδένα του ρολογιού από κάτω του χανόταν από το οπτικό πεδίο του Τάπμαν, και σταδιακά το παχύ πιγούνι σκέπαζε την παρυφή του λευκού φουλαριού – όμως η ψυχή του Τάπμαν δεν υπέστη ουδεμία αλλαγή και ο θαυμασμός για το ωραίο φύλο ήταν ακόμη το κυρίαρχο πάθος της», καθώς και με τον ποιητικά ευαίσθητο Σνόντγκρας και τον φίλαθλο Ουίνκλ.
Με την αρχή του ταξιδιού, διαδέχονται η μία την άλλην όλες οι απίστευτες συμπτώσεις και οι ευτυχείς καταλήξεις, που τόσο άρεσαν στον Ντίκενς, όπως και στον Σμόλετ – και σε τούτο το πρώτο μυθιστόρημά του, μα μ’ έναν τρόπο και σ’ όλα όσα ακολούθησαν, ο Κάρολος Ντίκενς στήνει έναν χορό από φιγούρες που δεν αποβάλλουν ποτέ ολότελα, με τις γκροτέσκες παραμορφώσεις τους, την πικαρέσκα ψυχή του συγγραφέα τους. Ο Ντίκενς, ο Σμόλετ (μα και ο ανταγωνιστής του ο Χένρι Φίλντινγκ, με την περίφημη Ιστορία του Τομ Τζόουνς, ενός έκθετου, του 1749) θέλουν τη ζωή να ’ναι μια σειρά από απίθανα επεισόδια: ένα καρναβάλι.
Μας το κοινοποίησε το diastixo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ