Όπως γνωρίζουμε ενδεχομένως από τα σχολικά μας χρόνια, ο Έλλην ιστορικός Θουκυδίδης έζησε μεταξύ 460 – 398 π.Χ.. και έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της κλασικής Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στο έργο της ζωής του αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης· ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κράτησε από το 431 έως το 404 π.Χ., με ένα επτάχρονο διάλειμμα “ύποπτης ανακωχής”. Στο προοίμιο του έργου διαβάζουμε:
1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ’ απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1] Προοίμιον (1-23)
Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στονΆλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.). Αρρώστησε ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. και εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Περικλή. Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα επειδή είχε παλαιότερες διασυνδέσεις στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χτύπησε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία είχε στρατηγική σημασία για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της μακεδονικής πόλης ζήτησε βοήθεια από τον στρατηγό Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις των Αθηναίων βρισκόταν στη Θάσο και επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσουν ενισχύσεις από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους κατοίκους της Αμφίπολης και οι τελευταίοι τούς δέχτηκαν. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης έφτασε, η πόλη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Όπως ήταν επόμενο, η είδηση για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσε μεγάλη πολιτική αναστάτωση στην Αθήνα. Για την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:
«Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.»
Με την ιδιότητα του εξόριστου και με βαθιά γνώση των τοπικών συνθηκών, όπως μαρτυρείται στο έργο του, ο οξυδερκής ιστορικός ταξιδεύει σχεδόν ελεύθερα στα θέατρα του πολέμου και έχει την ευκαιρία να δει τις διενέξεις από διαφορετικές πλευρές. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη διάρκεια τηςΣικελικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να επιστρέψει από την εξορία, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ. Όπως και να έγινε, βέβαιο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου και την οριστική συντριβή της Αθήνας, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η διήγησή του διακόπτεται κάπως απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην πόλη της Παλλάδας και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Οι μεταναστεύσεις
Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, ούτε το χώρισε σε βιβλία. Η διαίρεσή σε 8 βιβλία και ο τίτλοςΘουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλονται στους αρχαίους γραμματικούς. Στο Α’ βιβλίο – μετά το προοίμιο – ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού πολέμου και προηγουμένων σημαντικών γεγονότων της ελληνικής ιστορίας:
“Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.”
Σύμφωνα με το ίδιο, η Αττική – λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν – υπήρξεν ανέκαθεν απαλλαγμένη από στάσεις και για το λόγο αυτό διατήρησε πάντοτε τους ίδιους κατοίκους. Αντιθέτως, τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων. Ως τέτοιες περιοχές αναφέρει τη Θεσσαλία, την Βοιωτία, το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα μέρη:
“Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του.
Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη.»
Η αύξηση του πλούτου επέφερε συγκρούσεις και πολλοί κατέφευγαν στην ασφαλέστερη Αθήνα, η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε πολυάνθρωπος και δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της. Αρχικά, ο αποικισμός της Ιωνίας έδωσε μια λύση στο πρόβλημα:
“Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική.
Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπονώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
Το όνομα Ελλάς
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Έλλην ήταν γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό στη σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:
«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. > / Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β’ 683-4)
Οι Έλληνες στο έργο του Ομήρου αναφέρονται επίσης ως Αχαιοί, Παναχαιοί, Δαναοί, Αργείοι και Πανέλληνες:
«εγχείη δ’ εκέκαστο /ο Αίας ο ηγεμόνας των Λοκρών /Πανέλληνας και Αχαιούς» (Ιλιάδα Β’ 530).
Κατά τον Αριστοτέλη, αρχικά Ελλάς ήταν όνομα περιοχής κοντά στη Δωδώνη. Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η λέξη προέρχεται από τους Σελλούς (<θ. σελ- = φωτίζω), ένα ελληνικό φύλο της Ηπείρου στο οποίο ανήκαν οι ιερείς της Δωδώνης. Ένα μέρος των Σελλών φέρεται να μετανάστευσε στη Φθία.
Μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, η Ελλάς δεν επιχείρησε τίποτα από κοινού:
“Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα.
Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς.”
Ο Όμηρος δεν κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους:
“Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
Έλλην και Ελλάς
Στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, αναφέρεται και ο τύπος Έλλοπες, ο οποίος προσδιόριζε κατοίκους της Δωδώνης και της βόρειας Εύβοιας. Ο Αριστοτέλης ορίζει τη Δωδώνη ως αρχική πατρίδα των Ελλήνων. Από μορφολογικής απόψεως θεωρείται ότι οι λέξεις Έλλην και Ελλάς αποτελούν παράγωγα του ουσ. Ελλοί – Έλλοι – Σελλοί, καθώς οι τύποι αυτοί απαντώνται στον ‘Ομηρο και τον Πίνδαρο. Ο ΧριστιανόςΗσύχιος ερμηνεύει ως εξής: Έλλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς». Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας κατά τον κ. Μπαμπινιώτη. [3]
Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικόςΗρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος “Ελληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. [3]
Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Θουκυδίδης [2]
Το «Γένος των Γραικών»
Στην προεπαναστατική Ελλάδα αναβιώνει μια πανάρχαια ονομασία των Ελλήνων, οι ονομασία Γραικοί, που χρησιμοποιήθηκε πριν ακόμη καθιερωθεί η λέξη Έλληνες. Σε επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. διαβάζουμε: «”Ελληνες ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά 1,352α) γράφει: “ώκουνν [ενν. στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο] οι Σελλoί (πρόκειται για τους Ελλούς] και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες». Η πληροφορία του Αριστοτέλη και η γενικότερη παράδοση της αρχαιότητας συγκλίνουν στο ότι τόσο οι ονομασίες Γραικοί και Έλληνες όσο και η περιοχή της αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων τοποθετούνται στην περιοχή της Ηπείρου, γύρω από τηΔωδώνη και τα σημερινά Ιωάννινα.
Στους αλεξανδρινούς χρόνους, η ονομασία Γραικοί συναντάται λιγότερο αλλά παραλλήλως προς το Έλληνες. Στο Βυζάντιο παράλληλα με το Ρωμαίοι χρησιμοποιείται, σε περιορισμένη έκταση, και το Γραικοί, προσλαμβάνοντας την ειδικότερη σημασία «ελληνορθόδοξοι» κατ’ αντιδιαστολή προς το Έλληνες (= ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές) και το Λατίνοι (= χριστιανοί της Δύσης / ρωμαιοκαθολικοί). Τον 15ο αιώνα, (στη Σύνοδο της Φλωρεντίας) αναφέρονται «συνελθόντες Λατίνοι τε και Γραικοί». Ο δεινός αρχαιογνώστης Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι προεπαναστατικοί συγγραφείς και αγωνιστές (Ρήγας, Χριστόπουλος κ.ά.) μιλούν για το «Γένος των Γραικών» και ο ανασκολοπισθείς Αθανάσιος Διάκος – αρνούμενος να ενταχθεί στον οθωμανικό στρατό… – απαντά περήφανα στους Τούρκους: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το όνομα Γραικοί αντικαθίσταται από το Έλληνες.
Οι Γραικοί, είτε ως κάτοικοι (αργότερα) της Γραίας στην Εύβοια και της ευβοϊκής αποικίας Κύμης στην Κάτω Ιταλία είτε απευθείας (παλαιότερα) από την περιοχή της Ηπείρου, έγιναν γνωστοί στους Ιταλούς, που τους ονόμασαν Graeci, από όπου και οι ξενικές ονομασίες των Ελλήνων ως Greek (αγγλ.), Grec (γαλλ.), Grieche (γερμ.). Ωστόσο, οι ξένοι χρησιμοποιούν για το Ελλάς το Hellas, ως επίσημη ονομασία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα προς τα ονόματαGreece (αγγλ.), Grece (γαλλ.) και Griechenland στα γερμανικά.
Με το έργο του αθάνατου Θουκυδίδη θα ασχοληθούμε και σε επόμενα σημειώματα. Για την ώρα, θα καταλήξουμε με ένα μικρό και επίκαιρο απόσπασμα από τον περίφημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους:
ΜΗΛΕΙΟΙ: Πώς είναι δυνατόν να έχουμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνουμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτάξετε;
ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Επειδή εσείς, αν υποταχθείτε, θ’ αποφύγετε την έσχατη καταστροφή και εμείς θα έχουμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψουμε.
Στο έργο της ζωής του αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης· ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κράτησε από το 431 έως το 404 π.Χ., με ένα επτάχρονο διάλειμμα “ύποπτης ανακωχής”. Στο προοίμιο του έργου διαβάζουμε:
1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ’ απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1] Προοίμιον (1-23)
Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στονΆλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.). Αρρώστησε ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. και εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Περικλή. Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα επειδή είχε παλαιότερες διασυνδέσεις στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χτύπησε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία είχε στρατηγική σημασία για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της μακεδονικής πόλης ζήτησε βοήθεια από τον στρατηγό Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις των Αθηναίων βρισκόταν στη Θάσο και επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσουν ενισχύσεις από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους κατοίκους της Αμφίπολης και οι τελευταίοι τούς δέχτηκαν. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης έφτασε, η πόλη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Όπως ήταν επόμενο, η είδηση για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσε μεγάλη πολιτική αναστάτωση στην Αθήνα. Για την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:
«Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.»
Με την ιδιότητα του εξόριστου και με βαθιά γνώση των τοπικών συνθηκών, όπως μαρτυρείται στο έργο του, ο οξυδερκής ιστορικός ταξιδεύει σχεδόν ελεύθερα στα θέατρα του πολέμου και έχει την ευκαιρία να δει τις διενέξεις από διαφορετικές πλευρές. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη διάρκεια τηςΣικελικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να επιστρέψει από την εξορία, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ. Όπως και να έγινε, βέβαιο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου και την οριστική συντριβή της Αθήνας, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η διήγησή του διακόπτεται κάπως απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην πόλη της Παλλάδας και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Οι μεταναστεύσεις
Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, ούτε το χώρισε σε βιβλία. Η διαίρεσή σε 8 βιβλία και ο τίτλοςΘουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλονται στους αρχαίους γραμματικούς. Στο Α’ βιβλίο – μετά το προοίμιο – ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού πολέμου και προηγουμένων σημαντικών γεγονότων της ελληνικής ιστορίας:
“Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.”
Σύμφωνα με το ίδιο, η Αττική – λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν – υπήρξεν ανέκαθεν απαλλαγμένη από στάσεις και για το λόγο αυτό διατήρησε πάντοτε τους ίδιους κατοίκους. Αντιθέτως, τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων. Ως τέτοιες περιοχές αναφέρει τη Θεσσαλία, την Βοιωτία, το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα μέρη:
“Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του.
Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη.»
Η αύξηση του πλούτου επέφερε συγκρούσεις και πολλοί κατέφευγαν στην ασφαλέστερη Αθήνα, η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε πολυάνθρωπος και δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της. Αρχικά, ο αποικισμός της Ιωνίας έδωσε μια λύση στο πρόβλημα:
“Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική.
Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπονώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
Το όνομα Ελλάς
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Έλλην ήταν γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό στη σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:
«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. > / Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β’ 683-4)
Οι Έλληνες στο έργο του Ομήρου αναφέρονται επίσης ως Αχαιοί, Παναχαιοί, Δαναοί, Αργείοι και Πανέλληνες:
«εγχείη δ’ εκέκαστο /ο Αίας ο ηγεμόνας των Λοκρών /Πανέλληνας και Αχαιούς» (Ιλιάδα Β’ 530).
Κατά τον Αριστοτέλη, αρχικά Ελλάς ήταν όνομα περιοχής κοντά στη Δωδώνη. Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η λέξη προέρχεται από τους Σελλούς (<θ. σελ- = φωτίζω), ένα ελληνικό φύλο της Ηπείρου στο οποίο ανήκαν οι ιερείς της Δωδώνης. Ένα μέρος των Σελλών φέρεται να μετανάστευσε στη Φθία.
Μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, η Ελλάς δεν επιχείρησε τίποτα από κοινού:
“Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα.
Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς.”
Ο Όμηρος δεν κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους:
“Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
Έλλην και Ελλάς
Στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, αναφέρεται και ο τύπος Έλλοπες, ο οποίος προσδιόριζε κατοίκους της Δωδώνης και της βόρειας Εύβοιας. Ο Αριστοτέλης ορίζει τη Δωδώνη ως αρχική πατρίδα των Ελλήνων. Από μορφολογικής απόψεως θεωρείται ότι οι λέξεις Έλλην και Ελλάς αποτελούν παράγωγα του ουσ. Ελλοί – Έλλοι – Σελλοί, καθώς οι τύποι αυτοί απαντώνται στον ‘Ομηρο και τον Πίνδαρο. Ο ΧριστιανόςΗσύχιος ερμηνεύει ως εξής: Έλλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς». Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας κατά τον κ. Μπαμπινιώτη. [3]
Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικόςΗρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος “Ελληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. [3]
Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Θουκυδίδης [2]
Το «Γένος των Γραικών»
Στην προεπαναστατική Ελλάδα αναβιώνει μια πανάρχαια ονομασία των Ελλήνων, οι ονομασία Γραικοί, που χρησιμοποιήθηκε πριν ακόμη καθιερωθεί η λέξη Έλληνες. Σε επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. διαβάζουμε: «”Ελληνες ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά 1,352α) γράφει: “ώκουνν [ενν. στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο] οι Σελλoί (πρόκειται για τους Ελλούς] και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες». Η πληροφορία του Αριστοτέλη και η γενικότερη παράδοση της αρχαιότητας συγκλίνουν στο ότι τόσο οι ονομασίες Γραικοί και Έλληνες όσο και η περιοχή της αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων τοποθετούνται στην περιοχή της Ηπείρου, γύρω από τηΔωδώνη και τα σημερινά Ιωάννινα.
Στους αλεξανδρινούς χρόνους, η ονομασία Γραικοί συναντάται λιγότερο αλλά παραλλήλως προς το Έλληνες. Στο Βυζάντιο παράλληλα με το Ρωμαίοι χρησιμοποιείται, σε περιορισμένη έκταση, και το Γραικοί, προσλαμβάνοντας την ειδικότερη σημασία «ελληνορθόδοξοι» κατ’ αντιδιαστολή προς το Έλληνες (= ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές) και το Λατίνοι (= χριστιανοί της Δύσης / ρωμαιοκαθολικοί). Τον 15ο αιώνα, (στη Σύνοδο της Φλωρεντίας) αναφέρονται «συνελθόντες Λατίνοι τε και Γραικοί». Ο δεινός αρχαιογνώστης Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι προεπαναστατικοί συγγραφείς και αγωνιστές (Ρήγας, Χριστόπουλος κ.ά.) μιλούν για το «Γένος των Γραικών» και ο ανασκολοπισθείς Αθανάσιος Διάκος – αρνούμενος να ενταχθεί στον οθωμανικό στρατό… – απαντά περήφανα στους Τούρκους: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το όνομα Γραικοί αντικαθίσταται από το Έλληνες.
Οι Γραικοί, είτε ως κάτοικοι (αργότερα) της Γραίας στην Εύβοια και της ευβοϊκής αποικίας Κύμης στην Κάτω Ιταλία είτε απευθείας (παλαιότερα) από την περιοχή της Ηπείρου, έγιναν γνωστοί στους Ιταλούς, που τους ονόμασαν Graeci, από όπου και οι ξενικές ονομασίες των Ελλήνων ως Greek (αγγλ.), Grec (γαλλ.), Grieche (γερμ.). Ωστόσο, οι ξένοι χρησιμοποιούν για το Ελλάς το Hellas, ως επίσημη ονομασία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα προς τα ονόματαGreece (αγγλ.), Grece (γαλλ.) και Griechenland στα γερμανικά.
Με το έργο του αθάνατου Θουκυδίδη θα ασχοληθούμε και σε επόμενα σημειώματα. Για την ώρα, θα καταλήξουμε με ένα μικρό και επίκαιρο απόσπασμα από τον περίφημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους:
ΜΗΛΕΙΟΙ: Πώς είναι δυνατόν να έχουμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνουμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτάξετε;
ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Επειδή εσείς, αν υποταχθείτε, θ’ αποφύγετε την έσχατη καταστροφή και εμείς θα έχουμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψουμε.
Μας το κοινοποίησε ο Φραγκούλης Φράγκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ