Μία από τις συχνότερες προκλήσεις πριν από την εκτέλεση εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι ο υπολογισμός κατά πόσο η γυναίκα θα ανταποκριθεί καλά στη φαρμακευτική θεραπεία διέγερσης των ωοθηκών της.
Η ικανοποιητική διέγερση των ωοθηκών είναι βασική προϋπόθεση για να έχει η προσπάθεια εξωσωματικής ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Με τα φάρμακα, οι ωοθήκες παράγουν πολλά ωάρια, τα οποία λαμβάνονται από το σώμα της γυναίκας με μικρή αναισθησία και γονιμοποιούνται στο εργαστήριο.
Όσο περισσότερα ωάρια ληφθούν, τόσο περισσότερα έμβρυα μπορούν να σχηματιστούν στο εργαστήριο και τόσο καλύτερες οι πιθανότητες εγκυμοσύνης ανά προσπάθεια.
Η ικανότητα των ωοθηκών να παράγουν πολλά ωάρια εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αν και ο πιο σημαντικός είναι η ηλικία της γυναίκας. Όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι η γυναίκα, τόσο λιγότερες οι αποθήκες ωαρίων και, σε γενικές γραμμές, πιο περιορισμένη η συγκομιδή κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση. Αν και στις αρκετά νέες γυναίκες – κάτω των 35 ετών – οι αποθήκες είναι συνήθως γεμάτες, αυτό δεν είναι δεδομένο στις σχετικά μεγαλύτερες γυναίκες.
Αν λάβουμε υπ' όψιν ότι ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών που καταλήγουν να κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση θα είναι κάπως πιο προχωρημένης ηλικίας – άνω των 35 ετών, γίνεται γρήγορα αντιληπτό πόσο σημαντική είναι η δυνατότητα πρόβλεψης της ανταπόκρισης στα φάρμακα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς επίσης και η σωστή επιλογή των δόσεων των φαρμάκων αυτών.
Η μέτρηση μια ειδικής ορμόνης στο αίμα της γυναίκας, της Antimullerian Hormone (AMH), μπορεί να δώσει ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με τις αποθήκες των ωοθηκών και, επακόλουθα, την ανταπόκριση της γυναίκας στα φάρμακα της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Χαμηλά επίπεδα της AMH υποδηλώνουν φτωχά αποθέματα ωαρίων και προβλέπουν μικρή ή έστω περιορισμένη ανταπόκριση των ωοθηκών στη διαδικασία της διέγερσης. Η μέτρηση της AMH έχει ορισμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με τη μέτρηση άλλων γεννητικών ορμονών. Δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με την ώρα ή τη μέρα του κύκλου που γίνεται η μέτρηση.
Για αυτό τον λόγο, δεν απαιτείται να γίνει στις πρώτες μέρες του κύκλου, όπως γινόταν με τις πιο παραδοσιακές μετρήσεις. Επειδή τα επίπεδα της AMH είναι γενικά σταθερά, η μέτρηση είναι πιο αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική. Ένα πιθανό μειονέκτημα της AMH είναι ότι τα φυσιολογικά όρια δεν έχουν απολύτως διευκρινιστεί και απαιτείται εκτίμηση του τεστ από τον θεράποντα ιατρό. Βέβαια, οι περισσότερες έρευνες που διεξάγονται πια στον τομέα της γονιμότητας χρησιμοποιούν την AMH, οπότε προβλέπεται ότι σύντομα θα αντικαταστήσει άλλες ορμονικές μετρήσεις πριν από την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Δρ. ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου,
www.gynaikologos.net
Η ικανοποιητική διέγερση των ωοθηκών είναι βασική προϋπόθεση για να έχει η προσπάθεια εξωσωματικής ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Με τα φάρμακα, οι ωοθήκες παράγουν πολλά ωάρια, τα οποία λαμβάνονται από το σώμα της γυναίκας με μικρή αναισθησία και γονιμοποιούνται στο εργαστήριο.
Όσο περισσότερα ωάρια ληφθούν, τόσο περισσότερα έμβρυα μπορούν να σχηματιστούν στο εργαστήριο και τόσο καλύτερες οι πιθανότητες εγκυμοσύνης ανά προσπάθεια.
Η ικανότητα των ωοθηκών να παράγουν πολλά ωάρια εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αν και ο πιο σημαντικός είναι η ηλικία της γυναίκας. Όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι η γυναίκα, τόσο λιγότερες οι αποθήκες ωαρίων και, σε γενικές γραμμές, πιο περιορισμένη η συγκομιδή κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση. Αν και στις αρκετά νέες γυναίκες – κάτω των 35 ετών – οι αποθήκες είναι συνήθως γεμάτες, αυτό δεν είναι δεδομένο στις σχετικά μεγαλύτερες γυναίκες.
Αν λάβουμε υπ' όψιν ότι ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών που καταλήγουν να κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση θα είναι κάπως πιο προχωρημένης ηλικίας – άνω των 35 ετών, γίνεται γρήγορα αντιληπτό πόσο σημαντική είναι η δυνατότητα πρόβλεψης της ανταπόκρισης στα φάρμακα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς επίσης και η σωστή επιλογή των δόσεων των φαρμάκων αυτών.
Η μέτρηση μια ειδικής ορμόνης στο αίμα της γυναίκας, της Antimullerian Hormone (AMH), μπορεί να δώσει ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με τις αποθήκες των ωοθηκών και, επακόλουθα, την ανταπόκριση της γυναίκας στα φάρμακα της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Χαμηλά επίπεδα της AMH υποδηλώνουν φτωχά αποθέματα ωαρίων και προβλέπουν μικρή ή έστω περιορισμένη ανταπόκριση των ωοθηκών στη διαδικασία της διέγερσης. Η μέτρηση της AMH έχει ορισμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με τη μέτρηση άλλων γεννητικών ορμονών. Δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με την ώρα ή τη μέρα του κύκλου που γίνεται η μέτρηση.
Για αυτό τον λόγο, δεν απαιτείται να γίνει στις πρώτες μέρες του κύκλου, όπως γινόταν με τις πιο παραδοσιακές μετρήσεις. Επειδή τα επίπεδα της AMH είναι γενικά σταθερά, η μέτρηση είναι πιο αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική. Ένα πιθανό μειονέκτημα της AMH είναι ότι τα φυσιολογικά όρια δεν έχουν απολύτως διευκρινιστεί και απαιτείται εκτίμηση του τεστ από τον θεράποντα ιατρό. Βέβαια, οι περισσότερες έρευνες που διεξάγονται πια στον τομέα της γονιμότητας χρησιμοποιούν την AMH, οπότε προβλέπεται ότι σύντομα θα αντικαταστήσει άλλες ορμονικές μετρήσεις πριν από την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Δρ. ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου,
www.gynaikologos.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ