γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου
Όλα τα παραμύθια αρχίζουνε με το «μια φορά κι έναν καιρό…» Κοιμίζονται με δαύτα, τα μωρά. Οι μωροί, αποκοιμιούνται όρθιοι με τα πολιτικά παραμύθια, που έχουν μπόλικους δράκους κι άλλους τόσους κοντορεβυθούληδες. Πινόκιο, που η μύτη τους δε μεγαλώνει για να την πλανάρει ο γέρο Τζεπέτο. Πλανώνται στην επικράτεια και πλανεύουν τους ξεμεινεμένους ονειροπαρμένους.
Στα καλοκαιρινά παραμύθια της εποχής, χάνεται ο «καιρός», κόβεται. Μένει μετέωρο το «μια φορά», να ταξιδεύει στη μοναξιά του απελπισμένο, γιατί δε βρίσκει το λιμάνι του αύριο. Η πορεία του «μια φορά» είναι σαν άνυσμα που δεν έχει ορισθεί το πέρας του. Περιπλανάται αλαφροΐσκιωτο, ψάχνοντας το όνειρο-γλάρο που έχει πετάξει γι αλλού…
Κύμα το κύμα, στεριά τη στεριά, η απροσδιοριστία καθιστά πλέον απέλπιδες τους ανθρώπους. Σα παιδάκια, έχτιζαν χρόνια πύργους στην άμμο. Με ευτελή υλικά. Λίγη άμμο αγάπης, κάνα δυό βότσαλα σταθερότητας, θαλασσινό νερό στον κουβά της ελπίδας, κοχύλια εσωτερικής ικανοποίησης, μικρά πετραδάκια συναισθημάτων. Με τα χέρια, με το πνεύμα, με τη μικρή τσουγκράνα θέλησης και το φτυαράκι της καρδιάς, με πολύ κόπο κι ιδρώτα, με όραμα και προοπτική, το κάστρο του ονείρου σχηματιζόταν.
Τεράστια χαρά για το δημιούργημα. Θαυμασμός. Δυο τρεις βελτιώσεις εδώ κι εκεί. Ανάχωμα με τάφρο από λίγη ακόμα αγαπησιάρα άμμο. Το βλέμμα να χαϊδεύει το κτίσμα-να καταγράφει ο νους κάθε λεπτομέρεια. Το αεράκι που χαϊδεύει το νοτισμένο αλμύρα μέτωπο, ένα ανυπότακτο τσουλούφι, τη μυρωδιά του ιδρώτα στο λαιμό και τα μπράτσα…
Και κάποια στιγμή, αλλάζει ο άνεμος. Αιώνες τώρα, πάντα κάποια στιγμή αλλάζει απρόσμενα ο άνεμος. Σηκώθηκε κύμα, αντάριασε η θάλασσα. Το πήρε παραμάζωμα το κάστρο. Χάθηκε. Δεν είχε καν προλάβει ο δημιουργός, να πληρώσει ΕΝΦΙΑ για δαύτο. Δεν το είχε ηλεκτροδοτήσει, ούτε καν στολίσει με δείγματα αισθητικής του νεόφτωχου νεοπλουτισμού. Χάθηκε το κάστρο στην άμμο, αφήνοντας πίσω του μια μπλαβί χαρακιά σα χτύπημα στο χέρι, που παίρνει να μαυρίσει. Κι έναν άμορφο σωρό πίκρας που, όσον οι μέρες, θα σβηστεί…
Έρχεται πάντα, έτσι απρόσμενα, ένας άνεμος και σου κάνει την προσπάθεια θείο γνόφο, θανατηφόρα εξαπάτηση, δέρας απόγνωσης. Οι φίλοι καταφεύγουν σε λέξεις παρηγοριάς ως πρέπουσες χοές στο πεθαμένο και θαμμένο στην άμμο που το γέννησε, κάστρο. Μη βρίσκοντας πώς να απαλύνουν το πόνο για την απώλεια που προέκυψε, πάνω που καμάρωνες για κείνο που έφτιαξες με κόπο κι ίδρωτα πολύ.
Όμως, γι αυτό υπάρχουν τα δάκρυα (όπως άλλωστε και τα γέλια). Για να λένε όσα δε μπορούν οι λέξεις. Σαν επίγραμμα αρχαίο σε τύμβο ηρωικό και πένθιμο. Πεφταστέρι κάθε δακρυϊκή σταγόνα που κυλά, ένας μικρός θάνατος σα ρίψη φωτός στο άπειρο του μαύρου ορίζοντα και στης σκοτεινής θάλασσας του νου, την αγκαλιά. Στα μάτια, μένουν θραύσματα σταματημένων στιγμών. Τσούζουν. Ίσως να έχουν μπει κόκκοι άμμου από το αδικοχαμένο κάστρο...
Όλα τα παραμύθια αρχίζουνε με το «μια φορά κι έναν καιρό…» Κοιμίζονται με δαύτα, τα μωρά. Οι μωροί, αποκοιμιούνται όρθιοι με τα πολιτικά παραμύθια, που έχουν μπόλικους δράκους κι άλλους τόσους κοντορεβυθούληδες. Πινόκιο, που η μύτη τους δε μεγαλώνει για να την πλανάρει ο γέρο Τζεπέτο. Πλανώνται στην επικράτεια και πλανεύουν τους ξεμεινεμένους ονειροπαρμένους.
Στα καλοκαιρινά παραμύθια της εποχής, χάνεται ο «καιρός», κόβεται. Μένει μετέωρο το «μια φορά», να ταξιδεύει στη μοναξιά του απελπισμένο, γιατί δε βρίσκει το λιμάνι του αύριο. Η πορεία του «μια φορά» είναι σαν άνυσμα που δεν έχει ορισθεί το πέρας του. Περιπλανάται αλαφροΐσκιωτο, ψάχνοντας το όνειρο-γλάρο που έχει πετάξει γι αλλού…
Κύμα το κύμα, στεριά τη στεριά, η απροσδιοριστία καθιστά πλέον απέλπιδες τους ανθρώπους. Σα παιδάκια, έχτιζαν χρόνια πύργους στην άμμο. Με ευτελή υλικά. Λίγη άμμο αγάπης, κάνα δυό βότσαλα σταθερότητας, θαλασσινό νερό στον κουβά της ελπίδας, κοχύλια εσωτερικής ικανοποίησης, μικρά πετραδάκια συναισθημάτων. Με τα χέρια, με το πνεύμα, με τη μικρή τσουγκράνα θέλησης και το φτυαράκι της καρδιάς, με πολύ κόπο κι ιδρώτα, με όραμα και προοπτική, το κάστρο του ονείρου σχηματιζόταν.
Τεράστια χαρά για το δημιούργημα. Θαυμασμός. Δυο τρεις βελτιώσεις εδώ κι εκεί. Ανάχωμα με τάφρο από λίγη ακόμα αγαπησιάρα άμμο. Το βλέμμα να χαϊδεύει το κτίσμα-να καταγράφει ο νους κάθε λεπτομέρεια. Το αεράκι που χαϊδεύει το νοτισμένο αλμύρα μέτωπο, ένα ανυπότακτο τσουλούφι, τη μυρωδιά του ιδρώτα στο λαιμό και τα μπράτσα…
Και κάποια στιγμή, αλλάζει ο άνεμος. Αιώνες τώρα, πάντα κάποια στιγμή αλλάζει απρόσμενα ο άνεμος. Σηκώθηκε κύμα, αντάριασε η θάλασσα. Το πήρε παραμάζωμα το κάστρο. Χάθηκε. Δεν είχε καν προλάβει ο δημιουργός, να πληρώσει ΕΝΦΙΑ για δαύτο. Δεν το είχε ηλεκτροδοτήσει, ούτε καν στολίσει με δείγματα αισθητικής του νεόφτωχου νεοπλουτισμού. Χάθηκε το κάστρο στην άμμο, αφήνοντας πίσω του μια μπλαβί χαρακιά σα χτύπημα στο χέρι, που παίρνει να μαυρίσει. Κι έναν άμορφο σωρό πίκρας που, όσον οι μέρες, θα σβηστεί…
Έρχεται πάντα, έτσι απρόσμενα, ένας άνεμος και σου κάνει την προσπάθεια θείο γνόφο, θανατηφόρα εξαπάτηση, δέρας απόγνωσης. Οι φίλοι καταφεύγουν σε λέξεις παρηγοριάς ως πρέπουσες χοές στο πεθαμένο και θαμμένο στην άμμο που το γέννησε, κάστρο. Μη βρίσκοντας πώς να απαλύνουν το πόνο για την απώλεια που προέκυψε, πάνω που καμάρωνες για κείνο που έφτιαξες με κόπο κι ίδρωτα πολύ.
Όμως, γι αυτό υπάρχουν τα δάκρυα (όπως άλλωστε και τα γέλια). Για να λένε όσα δε μπορούν οι λέξεις. Σαν επίγραμμα αρχαίο σε τύμβο ηρωικό και πένθιμο. Πεφταστέρι κάθε δακρυϊκή σταγόνα που κυλά, ένας μικρός θάνατος σα ρίψη φωτός στο άπειρο του μαύρου ορίζοντα και στης σκοτεινής θάλασσας του νου, την αγκαλιά. Στα μάτια, μένουν θραύσματα σταματημένων στιγμών. Τσούζουν. Ίσως να έχουν μπει κόκκοι άμμου από το αδικοχαμένο κάστρο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ