Της Σοφίας Βούλτεψη
Αν δεν το χωρούσε ο νους της τρόικας, θα το καταλαβαίναμε. Αλλά να κάνουν ότι δεν το χωρά ο νους τους οι πατρίκιοι (η δήθεν διάκριση μεταξύ πατρικίων και πληβείων χρησιμοποιήθηκε για καθαρά προπαγανδιστικούς λόγους μέσα στο κοινοβούλιο), αυτό είναι από τα άγραφα.
Να παριστάνουν ότι δεν το γνωρίζουν άνθρωποι που ασκούν πολιτική, κατείχαν υπουργικά αξιώματα και αποφάσιζαν για τις τύχες της χώρας επί δεκαετίες (με τα γνωστά αποτελέσματα), είναι άνω ποταμών.
Συνέβη, όμως, κι’ αυτό στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, με αφορμή τη συζήτηση περί ένταξης ή μη στον ΕΟΠΥΥ του ασφαλιστικού φορέα των δημοσιογράφων.
Ξαφνικά κάποιοι αποφάσισαν να παραστήσουν τους κήνσορες – είτε υπερασπιζόμενοι πελατειακά συμφέροντα, είτε επειδή αποφάσισαν, κατόπιν χρεοκοπίας βεβαίως, να… κυβερνήσουν νομοθετώντας!
Παραγνωρίζοντας, βέβαια, σκόπιμα κάτι για το οποίο ευθύνονται οι ίδιοι, έχουν ανεχθεί επί δεκαετίες, έχουν εκθρέψει – και εκτραφεί και οι ίδιοι από και με την διαπλοκή – και έχουν επιμελώς αποφύγει να ρυθμίσουν.
Η αλήθεια είναι μία και μοναδική: Ο κλάδος υγείας των δημοσιογράφων ΔΕΝ είναι ένα συνηθισμένο ασφαλιστικό ταμείο, αλλά μια ιδιότυπη ιδιωτική αυτοχρηματοδοτούμενη ασφαλιστική εταιρία, που όχι μόνο δεν έχει επιβαρύνει ποτέ το κράτος, αλλά και ουδέποτε έχει υποδεχθεί χρήματα εργοδοτών!
Οι εργοδότες δηλαδή των δημοσιογράφων ΔΕΝ καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές!
Είναι οι μόνοι εργοδότες επί του πλανήτου που ΔΕΝ υποχρεώνονται να καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές.
Απλώς παρακρατούν το ασφάλιστρο από τον μισθό των εργαζομένων και τον αποδίδουν στον ασφαλιστικό αυτό οργανισμό για λόγους καθαρά διαδικαστικούς.
Οι δημοσιογράφοι είχαν τη δυνατότητα να δεχθούν την μετατροπή του οργανισμού αυτού ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ώστε σε περίπτωση που ξέμενε από χρήματα να μπορεί να λάβει χρηματοδότηση από το κράτος, σύμφωνα με το Σύνταγμα).
Δεν το έπραξαν, όμως, ρίσκαραν και δήλωσαν ότι θέλουν ο οργανισμός να παραμείνει ιδιωτικού δικαίου.
Είναι επίσης αλήθεια ότι αντί των εργοδοτικών εισφορών έχει παραχωρηθεί στον οργανισμό το περίφημο αγγελιόσημο, δηλαδή ένα 20% επί των διαφημίσεων, το οποίο, όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, θεσμοθετήθηκε για να καλυφθεί το παράδοξο κενό όσον αφορά στις εργοδοτικές εισφορές.
Αλλά το αγγελιόσημο δεν είναι κοινωνικός πόρος, διότι, παρά το γεγονός ότι έτσι θέλουν κάποιοι να τον εμφανίζουν, αποτελεί κάτι το εντελώς απρόβλεπτο.
Αν υπάρχουν διαφημίσεις, ο οργανισμός κερδίζει χρήματα. Αν δεν υπάρχουν, όμως – όπως αυτή την περίοδο της κρίσης – δεν κερδίζει τίποτε ή κερδίζει ελάχιστα.
Πρόκειται δηλαδή για ένα ρίσκο, που οι δημοσιογράφοι αποφάσισαν να πάρουν για να διαθέτουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την οποία είχαν όλοι οι Έλληνες ενώ οι ίδιοι θα στερούνταν, για τους λόγους που πολύ καλά γνωρίζουν και όφειλαν να θυμούνται οι σημερινοί αμνήμονες.
Εδώ, εμφανίζεται μια άλλη κατηγορία διαμεσολαβητών, οι διαφημιστές, που υποστηρίζουν πως αν δεν υπήρχε το αγγελιόσημο, οι διαφημίσεις θα ήσαν φθηνότερες και οι διαφημιζόμενοι δεν θα μετακυλούσαν το επιπλέον κόστος στην τιμή των προϊόντων τους.
Ουδέν ψευδέστερον! Πέρα από το ότι είναι βέβαιο ότι η τιμή του προϊόντος δεν θα έπεφτε ούτε σεντ, ο διαφημιστικός χώρος και χρόνος (ανάλογα αν πρόκειται για έντυπο ή για ηλεκτρονικό μέσο) είναι κάτι το εντελώς άυλο και επομένως η τιμή του μπορεί να προσδιοριστεί ελεύθερα.
Αν η τιμή είναι λογική, τότε η διαφήμιση κοστίζει λιγότερο και ο ασφαλιστικός οργανισμός (που δεν επεμβαίνει στα τιμολόγια της διαφημιστικής δαπάνης) κερδίζει λιγότερα.
Αλλά βέβαια, όταν ο καθένας έβαζε (τότε που δέναν τα σκυλιά με τα δανεικά λουκάνικα) ό,τι ποσό του κατέβαινε στο κεφάλι, εμφανίζοντας κάτι δυσθεώρητα νούμερα – και χωρίς να μπορεί να αποδείξει αν ο κόσμος παρακολουθεί διαφημίσεις ή κάνει ζάπινγκ την ώρα που μεταδίδονται διαφημίσεις – τότε προφανώς τους έφταιγε το αγγελιόσημο.
Η αλήθεια είναι πως ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη, απλώς οι διαφημιζόμενοι (τους οποίους ουδέποτε στάθηκε δυνατόν να κατανοήσω) πλήρωναν περισσότερα στους διαφημιστές – μερικοί από τους οποίους αφού έζησαν την πιο χλιδάτη ζωή γκρινιάζοντας, τώρα έχουν βαρέσει κανόνι.
Αυτή τη στιγμή, λόγω της αφόρητης κρίσης και της δραματικής μείωσης της διαφήμισης, πολλά μέσα ενημέρωσης απειλούνται με χρεοκοπία και όλα αγκομαχούν για να βγάλουν το μήνα.
Διαφημίσεις που παλαιότερα δεν θα καταδέχονταν ούτε να κοιτάξουν, διότι υποβαθμίζουν το επίπεδο ενός μέσου, τώρα γίνονται αμέσως δεκτές και μάλιστα σε ώρες μεγάλης τηλεθέασης ή ακροαματικότητας.
Το σύστημα βρίσκεται σε οριακή κατάσταση και οποιαδήποτε αλλαγή θα οδηγούσε σε άμεση κατάρρευση με ανυπολόγιστες συνέπειες για χιλιάδες εργαζομένους στην ενημέρωση, που δεν είναι όλοι καλοπληρωμένοι αστέρες.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι άνθρωποι που κινδυνεύουν σε πολεμικές αποστολές, και κυρίως χιλιάδες ανώνυμοι εργάτες της πένας, ειδικευμένοι σε διάφορα ρεπορτάζ, που ξενυχτούν και δουλεύουν ώρες ατελείωτες για ελάχιστα χρήματα.
Αυτή είναι η μία και μοναδική αλήθεια.
Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο:
Μέσα στην ίδια τη Βουλή υπάρχουν πατρίκιοι και πληβείοι.
Υπάρχουν δηλαδή οι επαγγελματίες πολιτικοί, που δεν έχουν κερδίσει ούτε μια δραχμή ή ένα ευρώ στο κανονικό κόσμο, πολλοί από τους οποίους διαθέτουν τόσα πολλά χρήματα, που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω – για τα οποία ευθύνονται και τα οποία δεν ρύθμισαν όταν ήταν παχιές οι αγελάδες.
Αυτοί είναι που κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν.
«Δεν με έπεισες!», μου είπε μία συνάδελφος.
Το θέμα ωστόσο δεν ήταν να την πείσω, διότι όλα τα παραπάνω δεν τα αρνείται κανείς και επομένως όφειλε να ζητήσει ενημέρωση.
Ένας άλλος πάλι, όχι μόνο δεν δεχόταν κουβέντα, αλλά και δεν ήθελε να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στον αυτοαπασχολούμενο και στον μισθωτό.
Δεν καταλάβαινε πως είναι άλλο πράγμα να είσαι δικηγόρος, μηχανικός ή γιατρός και να είσαι αφεντικό του εαυτού σου – οπότε αυτοαπασχολείσαι, οπότε πληρώνεις εσύ για τον εαυτό σου τις ασφαλιστικές εισφορές – και άλλο να είσαι ιδιωτικός υπάλληλος, εγγεγραμμένος στη μισθοδοσία μιας εταιρίας.
Και μάλιστα με σειρά (για λόγους δεοντολογίας και καταστατικού της ΕΣΗΕΑ) περιορισμούς που σου απαγορεύουν να αυτοαπασχοληθείς σε όλα σχεδόν τα άλλα επαγγέλματα για να κερδίσεις ένα επιμίσθιο.
Σημειώστε πως στους δημοσιογράφους απαγορεύεται να αποκτήσουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου – κάτι που επιτρέπεται σε δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς και όλους τους υπόλοιπους Έλληνες.
Όχι μόνο, όμως, δεν τα γνώριζαν όλα αυτά πολλοί βουλευτές, αλλά και κάποιοι από αυτούς δεν θέλουν να ενημερωθούν, ώστε (εφόσον ασχολούνται με την πολιτική) να εκπλαγούν δυσάρεστα και να θελήσουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό.
Και αυτό σημαίνει πως δεν θα θελήσουν να ενημερωθούν και από άλλες κατηγορίες εργαζομένων…
Από την άλλη πλευρά, οι «κανονικοί άνθρωποι», αυτοί που έγιναν βουλευτές αφού επί χρόνια κέρδισαν τα προς το ζην ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, αυτοί που δεν διαθέτουν παχυλούς λογαριασμούς – και είναι οι περισσότεροι – κατάπληκτοι άκουσαν τι συμβαίνει και ζήτησαν, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν περισσότερα.
«Μα πώς γίνεται;», ρωτούσαν. «Εγώ ήμουν δημόσιος υπάλληλος και το κράτος πλήρωνε για να με ασφαλίζει».
Ή: «Ήμουν ιδιωτικός υπάλληλος και ο εργοδότης μου πλήρωνε την εισφορά του στο Ταμείο μου».
Και όμως, γίνεται. Απλώς κάποιοι (οι πατρίκιοι) παριστάνουν ότι δεν γίνεται…
Υ.Γ. Όχι, όχι δεν υποστηρίζω ότι είναι όλοι άγιοι, ούτε δικαιολογώ αυτά που πιθανόν να σας έρχονται στο νου. Αλλά ξέρετε εσείς κανένα επάγγελμα αγίων; Και κυρίως (γιατί αυτό είναι το θέμα μας) ξέρετε κανένα επάγγελμα ανασφάλιστων… αγυρτών;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ