Ήταν ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα όταν η Καναδή νοσοκόμα Τζούλια Έβανς έφτασε στη βάρδια της σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων. Όμως, ένα μπουκέτο με λευκά κρίνα θα γινόταν η αρχή ενός εφιάλτη και ταυτόχρονα, μιας εμπειρίας που άλλαξε τη ζωή της.
Παρά το γεγονός ότι γνώριζε την αλλεργία της στα κρίνα, η Τζούλια δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι η απλή παρουσία τους στο χώρο θα μπορούσε να προκαλέσει αναφυλαξία. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο λαιμός της άρχισε να κλείνει και η αναπνοή της βάρυνε.
Ο θάνατος βρισκόταν ένα βήμα μακριά
Καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν, οι συνάδελφοί της έσπευσαν να παρέμβουν. Ένας γιατρός της χορήγησε επινεφρίνη, όμως η δόση ήταν δεκαπλάσια της προβλεπόμενης. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό: η καρδιά της Τζούλια άρχισε να χτυπά ανεξέλεγκτα, μέχρι που... έπαψε να χτυπά.
«Ήξερα ότι πεθαίνω», αφηγείται. «Ένιωσα τον αέρα να με εγκαταλείπει, την καρδιά μου να βγαίνει εκτός ελέγχου. Πέταξα τα γυαλιά μου και φώναξα "Βάλτε μου ηλεκτρόδια τώρα!"». Όμως, το σώμα της δεν άντεξε. Έπαθε ασφυγμία κοιλιακή μαρμαρυγή, μια κατάσταση από την οποία σπάνια επιστρέφει κανείς.
Το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση
Την ώρα που οι γιατροί προσπαθούσαν να την επαναφέρουν, η Τζούλια πέρασε σε έναν άλλο κόσμο, μα απόλυτα ειρηνικό πεδίο. «Ήμουν κάπου αλλού, σ' ένα απόλυτο σκοτάδι χωρίς πόνο, χωρίς σώμα, χωρίς σκέψη», λέει. «Και τότε άκουσα καθαρά τη φωνή της μητέρας μου, που είχε πεθάνει όταν ήμουν παιδί. Μου είπε: "Η μαμά είναι εδώ. Μην φοβάσαι"».
Σαν να βρισκόταν αιωρούμενη πάνω από το σώμα της, έβλεπε την ιατρική ομάδα να αγωνίζεται να τη σώσει. «Ούρλιαζα από μέσα μου: "Θα γύριζα αν μπορούσα!"», θυμάται.
«Το φως που ένιωσα δεν περιγράφεται με λέξεις»
Σε μια αναλαμπή, το απόλυτο σκοτάδι αντικαταστάθηκε από ένα φως ζεστό, φως θαλπωρής. «Ήταν σαν να με τύλιγε καθαρή, απόλυτη αγάπη. Ένιωθα στο πλευρό μου ανθρώπους που είχαν πεθάνει πριν από μένα. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω αυτό που έζησα», λέει με τρεμάμενη φωνή.
Η Τζούλια περιγράφει την εμπειρία της σαν μια συναισθηματική κάθαρση: ένιωσε τον πόνο της φίλης της που είχε αυτοκτονήσει, της μητριάς της που είχε πνιγεί, και της βιολογικής της μητέρας που είχε πεθάνει από ανεύρυσμα εγκεφάλου. «Ένιωθα μέσα στο σώμα μου όσα είχαν νιώσει εκείνες λίγο πριν φύγουν από τη ζωή», εξομολογείται.
Η επιστροφή και η «αναγέννηση»
Όλα άλλαξαν όταν ένιωσε ένα δυνατό «χτύπημα» που την έριξε πίσω στο σώμα της. «Γύρισα μέσα σε μια βίαιη, επώδυνη δίνη. Κοίταξα γύρω μου και κατάλαβα ότι ήμουν ζωντανή. Ήμουν γυμνή, σαν νεογέννητο παιδί, καινούργια», λέει.
Η επιστροφή στη ζωή δεν ήταν εύκολη. Χρειάστηκε σχεδόν ένας χρόνος για να αποδεχτεί όσα της συνέβησαν. Σήμερα, όμως, η εμπειρία αυτή έχει αλλάξει οριστικά την οπτική της για τη ζωή, το θάνατο και την ανθρώπινη ύπαρξη.
«Βλέπω μέσα στους ανθρώπους»
Μετά το βίωμα αυτό, η Τζούλια νιώθει πως έχει αποκτήσει μια ανεξήγητη ευαισθησία. «Είναι σαν να καταλαβαίνω πότε κάποιος πονάει, ακόμα κι αν δεν το λέει. Σαν να βλέπω την ψυχή του», λέει.
Η δική της ψυχή, πάντως, φαίνεται να έχει περάσει μέσα από το σκοτάδι, μόνο και μόνο για να αναδυθεί στο φως πιο δυνατή, πιο φωτισμένη και πιο συνδεδεμένη με την ουσία της ζωής από ποτέ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ