Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

της Ανθούλας Δανιήλ
Το φως του ήλιου και το αίμα του ανθρώπου δεν αποτελούν παρά το ίδιο πράγμα.
Οδυσσέας Ελύτης

Στ' ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου,
και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι
κι' απ' το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου.
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπηρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφάγες, αβοκάτοι.
Κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι,
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι...
-Ρωμαίικο, να! Με γεια σου, με χαρά σου.
Σατιρικά γυμνάσματα

Το 2013 εορτάστηκε ως έτος Καβάφη και οι επετειακές εκδηλώσεις προεκτάθηκαν στο 2014 χωρίς να ξέρουμε πότε θα πάρουν τέλος. Αυτό δε σημαίνει πως ο συγκεκριμένος ποιητής έχει ανάγκη από επετείους ή ότι η ποίησή του δείχνει να παίρνει τέλος. Αντίθετα το αντίπαλο δέος, ο Κωστής Παλαμάς, που όταν ο Καβάφης έκανε την εμφάνισή του μεσουρανούσε αστέρας τρανός στο ποιητικό στερέωμα, μάλλον ξεχάστηκε (;), ή καλύτερα δεν προβλήθηκε όσο θα έπρεπε και όσο θα ταίριαζε στην προσωπικότητά του.

Πολλοί θα πουν ότι η ποίησή του δε διαβάζεται, όπως λένε ότι ο Παπαδιαμάντης δε διαβάζεται, αλλά το ερώτημα είναι και ποιος διαβάζεται, ποιητής ή πεζογράφος, που πέρασε ήδη έναν αιώνα από την εποχή της ακμής του. Κανείς. Και όποιος διαβάζεται, διαβάζεται από τον στενό κύκλο των άμεσα ενδιαφερομένων. Κι είναι πολλοί αυτοί που έχουμε ξεχάσει. Ωστόσο, κανείς από τους ξεχασμένους δεν είναι ξεχασμένος. Κι αν λίγο επανακάμψουμε στα έργα τους θα βρούμε τα στοιχεία εκείνα της γοητείας που θα μας έκαναν να αναθεωρήσουμε την εντύπωση που έχουμε. Μάλλον επειδή ο κόσμος τρέχει, για να μη θεωρηθεί συντηρητικός, αφήνει πίσω του αξίες που δεν πρόλαβε να μελετήσει σε βάθος. Πολλοί παλιοί, ωστόσο, όσο κι αν είναι ή θεωρούνται «παρωχημένοι», έχουν μιαν άλλη γοητεία, αν καταφέρουμε να διαπεράσουμε τη φλούδα μερικών εξωτερικών στοιχείων που μας εμποδίζουν να δούμε καθαρά. Και ο λόγος είναι βέβαια το θέμα, η ουσία και όχι το ένδυμα, η μορφή.

Ο Παλαμάς, διότι τώρα περί αυτού πρόκειται, δεν τιμήθηκε όσο έπρεπε το 2013 και η αλήθεια είναι πως το ενδιαφέρον για το έργο του είχε αρχίσει να μειώνεται στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν έκαναν την εμφάνισή τους νέα μοντέρνα ρεύματα και αισθητικές. Ωστόσο το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την ποίηση του Παλαμά αλλά την ποίηση εν γένει. Και ας μην παραβλέψουμε το ότι ο Παλαμάς προτάθηκε για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας δεκατέσσερις φορές, από το 1926 ως το 1940. Και ανάμεσα σε αυτούς που τον πρότειναν ήταν και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος τον πρότεινε τρεις φορές, το 1928, το 1930 και το 1935. Ο Ρομέν Ρολάν είχε πει ότι ο Παλαμάς «είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης». Ο Τέλλος Άγρας είχε αναρωτηθεί τι είναι ο Παλαμάς ή πώς θα ήταν η πνευματική ζωή και τα Γράμματά μας χωρίς τον Παλαμά: «Ένα παραμύθι δίχως γίγαντα; Μια χώρα δίχως βουνό. Μια θρησκεία δίχως προφήτη. Μια ιστορία δίχως ήρωα. Είναι μεγάλος; Θα μπορούσε νάταν ακόμα πιο μεγάλος; Είναι αυτός!»[1] . Και συνεχίζει πως χωρίς τον Παλαμά θα έλειπε και ο Σολωμός και ο Κάλβος, «αφού δεν θα υπήρχε, για να τους ανακαλύψη και να τους επιβάλη, ο Παλαμάς ο Κριτικός... Ο Παλαμάς στάθηκε για τα Ελληνικά Γράμματα ό,τι για τα Γαλλικά ο Σεντ Μπεβ»[2] .

Ο Άγγελος Σικελιανός στον «Παρνασσό» το 1936, μιλώντας επίσης για τον Παλαμά, τον χαρακτήρισε «ασκητή» και «μύστη» και, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται, «Άγιο». Και βέβαια μέσα στην υπερβολή υπάρχει αλήθεια. Γιατί ο Παλαμάς καταγόταν από σπουδαία οικογένεια. Είχε προγόνους διανοούμενους και μαχητές στο Μεσολόγγι και στην Κρήτη. Και είχε Άγιο πρόγονο, είχε θείους ασκητές, ψάλτες και υμνωδούς. Κι εκείνος τέτοιος ήταν, αλλά σε άλλη κλίμακα. Κι εδώ ταιριάζει ο στίχος του Ελύτη: «Είμαστε από καλή γενιά»[3] .

Και πέρασαν εκατόν πενήντα χρόνια περίπου από τη γέννησή του και εβδομήντα από τον θάνατό του. Έναν θάνατο που αντιλάλησε το ποίημα του Σικελιανού «πέρα ως πέρα».

Είναι εθνικός ποιητής ο Παλαμάς, όπως ο Διονύσιος Σολωμός και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Γιατί βγαίνει από τα σπλάχνα του Έθνους για να εκφράσει, με τις μεγάλες συνθέσεις του, τη συνολική βούληση και τον καημό, τα ηθικά και πνευματικά προβλήματα καθώς και τις ψυχικές αγωνίες του λαού, που μάτωσε για την ελευθερία του. Μιλάει εξ ονόματος του λαού του, γίνεται ο ίδιος ο λαός του. Ζει τα σύγχρονά του γεγονότα αλλά βυθίζεται και στο παρελθόν για να ξαναβρεί τις ρίζες του. Ανασαίνει τις μεγάλες στιγμές, αναθαρρεί στις χαρές και απελπίζεται στις δυστυχίες. Και οι ευκαιρίες για να ελπίσει και να απελπιστεί, να χαρεί και να θρηνήσει είναι πολλές.

Σε εθνικό-κοινωνικό επίπεδο ζει το ταραγμένο τέλος του 19ου αιώνα με τον καημό της πατρίδας. Βιώνει τον ατιμωτικό πόλεμο του 1897, αλλά και την ελπιδοφόρα έκβαση της Κρητικής Επανάστασης. Οπαδός της Μεγάλης Ιδέας αναπτερώνεται, στην αρχή του 20ού αιώνα, με τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Μακεδονικό και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά καταρρακώνεται με την καταστροφή στη Μικρά Ασία και την οριστική έκπτωση της Μεγάλης Ιδέας. Ούτε μαρμαρωμένος βασιλιάς ούτε Κόκκινη Μηλιά. Το Γουδί από τη μια, ο Βενιζέλος από την άλλη. Ωστόσο, επειδή πιστεύει στη συνέχεια της φυλής, στο έργο του σμίγουν η αρχαιότητα, το Βυζάντιο και η σύγχρονη εποχή. Συνακόλουθα πιστεύει, ή μάλλον ελπίζει, σε μια ανάσταση. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες για τους οποίους γράφει τον Ολυμπιακό Ύμνο, στη δημοτική γλώσσα, είναι μια αναλαμπή στην εθνική μας κατήφεια. Και δεν το βάζει κάτω και δεν παύει να ελπίζει. Η ελπίδα είναι χριστιανική αρετή και ο Παλαμάς κατάγεται από Άγιο, έχει συγγενείς θρησκευόμενους και ο ίδιος είναι Άγιος, όπως είπε ο Σικελιανός. Και πάντα ανάμεσα στις μυλόπετρες, σύμφωνα με τη φράση του Γιώργου Σεφέρη. Με όλα αυτά που μαρτύρησε είναι φυσικό να αγιάσει.

Αφήνοντας κατά μέρος τις προσωπικές του δυστυχίες θα γράψει το Δωδεκάλογο του Γύφτου και τη Φλογέρα του Βασιλιά προσφέροντας αντίβαρο στο κακό και αντίδωρο στη λύπη.

Εκεί λοιπόν που γονατίζει από απελπισία:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα...
Παντού στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι' ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κι' η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί και του ρυθμού οι τεχνίτες
(Η Φλογέρα του Βασιλιά)
Ξανασηκώνεται:
Τραγούδι των ηρώων εμπρός, εμπρός, τραγούδι των ηρώων!
Απάνω από τ' απόσταχτα, άναψε, ω! φλόγα, λάμψε!

Ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, το δημοτικό τραγούδι είναι τα πρότυπά του. Το μέτρο και ο ρυθμός η φροντίδα του. Η συγκίνηση, το βαθύ αίσθημα ανθρωπιάς και η αγάπη προς την πατρίδα τα χαρακτηριστικά του. Τα προσωπικά πάθη τα βιώματά του.
Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τάζησα
κοντά στ' ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη
(«Μια πίκρα»)

Ναι, εκεί τα 'ζησε και δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι έχασε τους γονείς του και βίωσε τη διπλή ορφάνια στο στείρο οικογενειακό περιβάλλον του εκ πατρός θείου του, μέσα στο οποίο μεγάλωσε• ότι είχε έναν σκληρό και απάνθρωπο δάσκαλο, στον οποίο προεκτεινόταν η αυστηρότητα του σπιτιού• και έξω από το σπίτι και το σχολείο η χώρα ζούσε τις δικές της επαναλαμβανόμενες τραγωδίες. Κι όμως παρά τις δυσκολίες, αν και δεν τελείωσε τις σπουδές του στη Νομική, μελέτησε ωστόσο την παγκόσμια λογοτεχνία, έδειξε ενδιαφέρον σχεδόν για κάθε τομέα του επιστητού και άφησε έργο μεγάλο. Αυτά τον ανέδειξαν ήλιο που φώτισε το στερέωμα σε μια εποχή που η ποίηση είχε τελματώσει σε τυποποιημένα σχήματα. Και το σημαντικότερο για την εποχή, την ανανέωσε και πρόβαλε τη δημοτική γλώσσα. Έγινε ηγέτης, έκανε κύκλο, δημιούργησε σχολή, απέκτησε συνοδοιπόρους, άφησε απογόνους. Ήταν σπουδαίος κι όπως χαρακτηριστικά είπε ο Μίκης Θεοδωράκης, «ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από δέκα πρωθυπουργούς». Είναι η περίπτωση εκείνη που το έργο ενός ποιητή «εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες», λέει ο Σεφέρης στο δοκίμιό του «Η Τέχνη και η εποχή»[4] , και εδώ η εποχή είναι από τις πλέον δραματικές.

Στον Παλαμά χρωστάμε πενήντα χρόνια παραγωγής και δυνατής πνευματικής παρουσίας. Και πέρα από την ποίησή του χρωστάμε ότι μας παρουσίασε τον Ανδρέα Κάλβο, τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον Γεώργιο Βιζυηνό. Δεν ήταν επωφελής για τον πνευματικό μας κόσμο η καταδίκη του φαναριώτικου ρομαντισμού που του έγινε έμμονη ιδέα, ιδίως η κριτική του για τον Ραγκαβή που μοιάζει τελείως μεροληπτική. Σαν να φοβάται ότι θα χάσει τα πρωτεία. Κι ακόμα ο στόμφος, η μεγαληγορία, οι μεγάλες ρητορικές συνθέσεις, οι πολυάριθμοι στίχοι, η ασάφεια, οι πολλές συγκεχυμένες ιδέες θεωρήθηκαν ελαττώματα. Κι όμως σ' αυτόν οφείλουμε την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Έγραψε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, έγραψε ένα θεατρικό έργο, την Τρισεύγενη, μια νουβέλα, τον Θάνατο του παλικαριού, κριτικά κείμενα, ιστορικά δοκίμια, έκανε συγκριτικές μελέτες, μεταφράσεις, αφιερώματα, εγκώμια, παρουσίασε βιβλία. Σε όλα έβαλε την ψυχή του, αυτοβιογραφήθηκε:

Εφέτος άγρια μ' έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ηύρε χωρίς νειάτα,
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα...

Και η βαρυχειμωνιά τον βρήκε σε προχωρημένη ηλικία στις 27 Φεβρουαρίου 1943, μεσούσης της Κατοχής. Η είδηση έκανε αίσθηση. Η Ιωάννα Τσάτσου γράφει στο ημερολόγιό της: «Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός». Ογδόντα τεσσάρων ετών παρέδωσε το πνεύμα αλλά όχι αμαχητί. Πάλεψε σαν τον Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια της σκέψης. Από το φέρετρό του, που έφεραν ψηλά στους ώμους οι νεότεροι ποιητές, μεταξύ των οποίων και ο Άγγελος Σικελιανός, γαλήνιος επισκοπούσε τα γύρω. Κι όταν ο Σικελιανός απάγγειλε με βροντερή φωνή το ποίημα

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

έπαιρνε όλες τις τιμές και όχι μόνο του Αγίου αλλά και του εθνικού συμβόλου. Ακολούθησε άλλο ποίημα από τον Σωτήρη Σκίπη. Κι όταν, λίγο αργότερα, το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο και ο γερμανός εκπρόσωπος πήγε να καταθέσει στεφάνι, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, σαν κορυφαίος και όλος ο κόσμος σαν χορός αρχαίου δράματος, έψαλε τον Εθνικό Ύμνο, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των εκπροσώπων των δυνάμεων Κατοχής και της «ελληνικής» κυβέρνησης. Ο Παλαμάς ήταν το «φέρετρο» πάνω στο οποίο ακουμπούσε η Ελλάδα και αυτό ήταν το «μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού» και η ελπίδα για την ανάστασή της.

28 Φεβρουαρίου 1943, ώρα 11 π.μ. στο Α' Νεκροταφείο, πριν από εβδομήντα ένα χρόνια. Την ίδια εκείνη μέρα της κηδείας, έκανε την πρεμιέρα της η πρώτη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, γεννημένη από τα σπλάχνα της παλαιότερης Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, όπως είπε και ο διευθυντής της Άρης Γαρουφαλής, στον εορτασμό των εξήντα χρόνων της Ορχήστρας. Και έπαιξε εκείνη τη σημαδιακή μέρα, για πρώτη φορά στο θέατρο «Ολύμπια», λίγο μετά την κηδεία του μεγάλου βάρδου, έργα Λαυράγκα (Εισαγωγή και φούγκα), Σαμάρα (intermezzo από την όπερα Η Μάρτυς, Σκλάβου (intermezzo από την Κυρα-Φροσύνη), Καλομοίρη (Τρίπτυχο), Πετρίδη (Πρώτη Συμφωνία), ήτοι έργα εμπνευσμένα από την Ελλάδα και τα Πάθη της. Κι αυτή ήταν μια άλλη Αντίσταση της ημέρας εκείνης.

Η τελευταία πάντως Αντίσταση του ποιητή στη συμφορά είναι οι στίχοι που αφιέρωσε στους πολεμιστές του έπους, την 28η Οκτωβρίου 1942, τέσσερις μήνες προτού αναληφθεί:

Αυτό το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλον κανένα,
μεθύστε με τ' αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα!

Με τους στίχους αυτούς προτρέπει, σαν να λέμε, ανύψωση του φρονήματος, ιστορική μνήμη και αντίσταση στον κατακτητή:

Κι αν σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε,
που σαν κι αυτόν καμιά φυλή δεν είδε ως τώρα
είναι, γιατί με των καιρών το γύρισμα
όμοια βαθύ, ένα ανέβασμα μάς μέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα.

Η άνω και κάτω οδός του Ηράκλειτου, «των καιρών το γύρισμα», η ίδια οδός είναι, και η Ελλάδα, που σήμερα πάλι βρίσκεται στα «στενά», ελπίζει αν όχι σε «περασμένα μεγαλεία» ή «ύψη ουρανοφόρα», τουλάχιστον στην έξοδο από την τραγωδία.,

Μετά τον θάνατο του Παλαμά, ο γιος του Λέανδρος, ποιητής κι εκείνος, ανέλαβε την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του πατέρα του. Καλώς, γιατί και διαβάζεται και συγκινεί και επίκαιρος είναι και τον σφυγμό της σύγχρονής μας εποχής εκφράζει ο μη ξεχασμένος ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ.

[1] Κριτικά, εκδ. Ερμής, 1980, α' τόμος, σελ. 176.
[2] Ό.π., σελ. 179.
[3] Ήλιος ο Πρώτος, «Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα».
[4] Δοκιμές, τόμ. Α', σελ. 264-267. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ME ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΛΕΓΧΟΥ